Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2016

ΤΥΧΕΡΟΙ ΛΑΧΕΙΟΦΟΡΟΥ ΑΓΟΡΑΣ

Η Βιβλιοθήκη Σπάρτου σας Εύχεται οι γιορτινές μέρες να είναι ορόσημο και να δώσουν το Στίγμα τους στη Ζωή σας  !!!
Σήμερα το απόγευμα έγινε η Κλήρωση της Λαχειοφόρου Αγοράς της βιβλιοθήκης, 
μέσα σε μια γιορτινή , γεμάτη ζεστασιά ατμόσφαιρα.
Από την κληρωτίδα , μικρά παιδιά έβγαλαν τους Τυχερούς που κερδίζουν τα (8) οκτώ εικαστικά δώρα των Καλλιτεχνών, που αφιλοκερδώς προσέφεραν στην Βιβλιοθήκη.

1. Βρεττός Λάμπρος
ένα έργο χαρακτικό με τίτλο :
''Σαν τον Π.''
το κερδίζει ο Αριθμός  287.

2. Καρατάσου Λίτσα
ένα έργο ζωγραφικής σύνθεσης με τίτλο :
 ''Και στα σκοτάδια σκορπιστά, φυτρώνει ολάνθιστη η ΕΛΠΙΔΑ''
το κερδίζει ο Αριθμός 53.

3. Μπακογιάννη Μαίρη
ένα πίνακα ζωγραφικής με τίτλο :
''Me and Mine''
το κερδίζει ο Αριθμός 475.

4. Μπούρα Νένα
ένα έργο ζωγραφικής σύνθεσης δυο πινάκων με τίτλο :
'' Άνοιξη''
το κερδίζει ο Αριθμός 234.

5. Νταρλαγιάννη Αναστασία
δυο  πίνακες  ζωγραφικής με τίτλο :
''Ποδήλατο'' και ''Μια πολύχρωμη καμήλα''
το κερδίζει ο Αριθμός  14.

6. Παύλου Χαρά
ένα πίνακα ζωγραφικής με τίτλο :
''Πέρασμα''
το κερδίζει ο Αριθμός 73.

7. Σταμάτη Μαρία
ένα πίνακα ζωγραφικής με τίτλο :
''Ευχές''
το κερδίζει ο Αριθμός  237.

8. Φράγγου Λίλυ
ένα πίνακα ζωγραφικής με τίτλο :
''Νεκρή φύση'
το κερδίζει ο Αριθμός 799.

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2016

ΛΑΧΕΙΟΦΟΡΟΣ ΑΓΟΡΑ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ ΣΠΑΡΤΟΥ

Η Λαχειοφόρος Αγορά συνεχίζεται για την ενίσχυση της Βιβλιοθήκης Σπάρτου μέχρι την Παραμονή των Χριστουγέννων, που θα γίνει η κλήρωση των δώρων.

Ευχαριστούμε τους Καλλιτέχνες- Δημιουργούς για την Εθελοντική Ευγενική Προσφορά.

1. Βρεττός Λάμπρος
ένα έργο χαρακτικό με τίτλο :
''Σαν τον Π.''

2. Καρατάσου Λίτσα
ένα έργο ζωγραφικής σύνθεσης με τίτλο :
 ''Και στα σκοτάδια σκορπιστά, φυτρώνει ολάνθιστη η ΕΛΠΙΔΑ''

3. Μπακογιάννη Μαίρη
ένα πίνακα ζωγραφικής με τίτλο :
''Me and Mine''

4. Μπούρα Νένα
ένα έργο ζωγραφικής σύνθεσης δυο πινάκων με τίτλο :
'' Άνοιξη''

5. Νταρλαγιάννη Αναστασία
δυο  πίνακες  ζωγραφικής με τίτλο :
''Ποδήλατο'' και ''Μια πολύχρωμη καμήλα''

6. Παύλου Χαρά
ένα πίνακα ζωγραφικής με τίτλο :
''Πέρασμα''

7. Σταμάτη Μαρία
ένα πίνακα ζωγραφικής με τίτλο :
''Ευχές''

8. Φράγγου Λίλυ
ένα πίνακα ζωγραφικής με τίτλο :
''Νεκρή φύση''

Η κλήρωση θα γίνει την Παραμονή των Χριστουγέννων και  ώρα 18.00
στην Βιβλιοθήκη Σπάρτου.

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2016

ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΒΙΒΛΙΩΝ ΔΗΜΟΥ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ

Η Βιβλιοθήκη Σπάρτου συνεχίζει τον εμπλουτισμό της με νέους τίτλους βιβλίων.
Η δημοτική βιβλιοθήκη του Δήμου Αργυρούπολης και Ελληνικού, για δεύτερη φορά προσέφερε βιβλία και μας στηρίζει.
Ευχαριστούμε τον Δημήτρη Λαγοπάτη για την βοήθεια και την υποστήριξη.

Συνεχίστε με τις προσφορές σας να ενισχύετε την Βιβλιοθήκη μας. 

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2016

ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΕΡΟΓΙΑΝΝΗΣ ( ΣΕ ΣΑΣ ΜΙΛΩ)

Η Βιβλιοθήκη Σπάρτου συνεχίζοντας το αφιέρωμα στους Αιτωλοακαρνάνες Ποιητές
παρουσιάζει 

τον ΓΙΑΝΝΗ ΓΕΡΟΓΙΑΝΝΗ
 (Σκουρτού Αιτωλοακαρνανίας)

και το ποίημα
 ΣΕ ΣΑΣ ΜΙΛΩ
από την Ποιητική Συλλογή "ΑΜΑΔΡΥΑΔΑ "2016.

Σε σας μιλώ, που δε σας φτάνει το ψωμί 
σε σας, που ξεπαγιάσατε
σε σας,που σας το κλέψανε το Δίκιο και λουφάξατε.
Σε σας μιλώ ,που τρέμετε τα φώτα και τους ίσκιους
που είδατε το αίμα και ουρλιάξατε 
Ανίκητο θηρίο ο φόβος και δε νικιέται 
με φωνές και με γαυγίσματα.
Στο σπίτι, αμπαρώσατε το σύρτη
και κλείσαμε γερά και την αυλόπορτα.
Σηκώσατε παντιέρα μ’ υπομονή και σύνεση.
Αδράξατε τη μέρα και σε μια χούφτα ήλιο, 
συνάξατε απόσταγμα και συμβουλές για επιβίωση. 
Αδιαφορείτε όμως, για το φόβο των γειτόνων σας
λες και ο ήλιος, σταματάει στο κούτελο της μάντρα σας
οι νύχτες άγριες, σας ξύπνησαν
ανθρώπων τα γρυλίσματα.
και κάθε μέρα καταπίνετε, λυγμούς και ταπεινώσεις.
Θεριό ανίκητο ο φόβος 
κι άμα δε ρίξεις τουφεκιά, σε σημαδεύει.
Τη θέση τη δικιά μου, δεν επήρατε
μέσα στα αγκάθια, κοντά μου δε βαδίσατε.
και το κεφάλι σκύβετε, γεμάτο ταπεινώσεις.
Σκυφτός λαός, θα ζει στης καταφρόνιας την ταπείνωση
κι ο θαρραλέοι στους αιθέρες και τα νέφη
με Λογική οι άνθρωποι εργάζονται
και σβήνουνε τους φόβους και τα νέφη. 
Να σημαδεύετε το φόβο, κατακούτελα 
και στην καρδιά , αντί για φόβο, 
Βάλτε την Ελπίδα

Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2016

ΤΕΛΕΤΗ ΒΡΑΒΕΥΣΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

Η Βιβλιοθήκη Σπάρτου βγήκε  από τα  ''στενά όρια της αυλής της'' με τον 
1ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης, που  διοργάνωσε.
''Ταξίδεψε'' με τις συμμετοχές των διαγωνιζομένων, από στην μακρινή Αυστραλία ως τον Καναδά και την Γερμανία μέχρι την Κύπρο συνεχίζοντας μέχρι  τις περιοχές της Ελλάδας.
Την Κυριακή 27 - 11  ολοκλήρωσε αυτόν τον ''κύκλο''με την απονομή των βραβείων στους Νικητές  του Διαγωνισμού, ''φιλοξενούμενη'' στην έδρα της Ιστορικής   Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών,που ιδρύθηκε το 1934 ,  στην Αθήνα.
Ο Πρόεδρος της Ε.Ε.Λ  Κώστας Καρούσος με την ομιλία του μας καλωσόρισε ανοίγοντας την εκδήλωση και στην συνέχεια  βραβεύτηκαν οι νικητές.
Η τιμητική εκδήλωση έκλεισε με τις απαγγελίες των ποιημάτων ,που πήραν μέρος οι βραβευθέντες στον διαγωνισμό Ποίησης.
Ευχαριστούμε τον Κώστα Καρούσο ( πρόεδρο της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών), Ποιητή και Δοκιμιογράφο, την Μαρία Σταμάτη ( εκπρόσωπο της Κριτικής επιτροπής του διαγωνισμού) Ποιήτρια και Εικαστικό και  ειδικά την 'Αννα Μπιθικώτση, Συγγραφέα, Χρονογράφο  και Στιχουργό, που με την συμμετοχή τους έδωσαν λάμψη στην εκδήλωση.
Ευχαριστούμε όλους όσους με την Παρουσία τους τίμησαν την συγκεκριμένη εκδήλωση και μας δίνουν το ερέθισμα να καταστήσουμε θεσμό τον συγκεκριμένο διαγωνισμό.

Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2016

ΠΑΝΟΣ ΚΟΝΤΟΣΤΕΡΓΙΟΣ ( ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ)

Η Βιβλιοθήκη Σπάρτου παρουσιάζει στην σημερινή της ανάρτηση ένα διήγημα του 

ΠΑΝΟΥ ΚΟΝΤΟΣΤΕΡΓΙΟΥ
από την Αιτωλοακαρνανία,

μια γραφή λιτή και απέριττη που ΄΄ταξιδεύει΄΄ τον αναγνώστη σε κόσμους  Ψυχής.


ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ

''Ο Γιώργης είχε πιάσει μόνο τα πενήντα, όταν μια μέρα έμαθε πως έχει καρκίνο. Ο ένας του γιος ήταν φαντάρος, και η κόρη του είχε παντρευτεί μακριά απ'το χωριό. Ο ίδιος ζούσε στην άκρη του χωριού με την γυναίκα του, και το σπίτι του είχε εικόνα τα βουνά. Δεν υπήρχαν άλλα σπίτια γειτονικά γύρω του, όμως περνούσε από εμπρός του ένας χαλικόδρομος που οδηγούσε τους τσοπαναρέους στα βοσκοτόπια τους.
Όταν η ασθένειά του είχε κάπως καταλαγιάσει για κάποιο διάστημα, είχε βρει μια αγαπημένη μεριά να κάθεται απ'το πρωί ως το βράδυ. Λίγο πιο πέρα απ'το σπίτι του υπήρχε ένας βράχος μεγάλος, που κανείς θα σκέφτονταν πως είχε σκαλιστεί απ'τους αιώνες σαν αναπαυτική πολυθρόνα. Γύρω απ'το βράχο υπήρχαν μικροί αγκαθωτοί θάμνοι σε μεγάλο μήκος απόστασης απ'το δρομάκι, που τον κάναν απλησίαστο από κάθε περαστικό.
Ο Γιώργης είχε φτιάξει με τις πατημασιές του ένα στενό πέρασμα από κει, και γνώριζε με τα βήματα πια από που θα πατήσει για να φτάσει.
'Ύστερα ξάπλωνε, ξεκουράζονταν με τις ώρες κι αγνάντευε από κοντά του ως και τα πιο απόμακρα σημεία του ορίζοντα. Όσες φορές έτυχε να περάσω από εκείνο το σημείο τον χαιρετούσα σηκώνοντας το χέρι ψηλά με νόημα πως διαβαίνω για το βουνό. Δεν φώναζε, δεν είχε φωνή, μα με μια αδύναμη κίνηση σήκωνε ελαφρά το καπέλο μπροστά απ'το μέτωπό του. 
Σκέφτηκα αρκετές φορές να πλησιάσω να του κάνω παρέα, να του μιλήσω, όπως κι άλλοι χωριανοί, μα ήταν επιλογή του, να ζει μοναχικά κι απόμακρα απ'τους ανθρώπους. 
Δεν του άρεσαν οι πολλές κουβέντες, μα με ένα νόημα των χεριών ή έκφρασης του χλωμού προσώπου του, καταλάβαινα αρκετά. Γνώριζε τον χρόνο, μου έδινε την εντύπωση, που του απομένει, και πάνω στον βράχο πίστευα πως είχε αναπτύξει μια βαθιά φιλοσοφία για την ζωή.
Μπορούσε κι αποσπούσε τους πόνους του, με την όραση, και την ακοή. Απορροφούσε εικόνες και ήχους μέχρι και την τελευταία του ανάσα. 
Διψούσε να βλέπει τα βουνά, τα ζωντανά, τους κάμπους και την θάλασσα. Λαχταρούσε ν'ακούει τ'αηδόνια, και τον άνεμο που θορυβούσε ανάμεσα από τ'αγριόχορτα σαν καθησυχαστικό σφύριγμα.
Είχε μάθει τι ήθελε να πορευτεί για όσο του απέμεινε κομμάτι ζωής.
Ήθελε να χαρεί τις ομορφιές του τόπου του.
Να φύγει περήφανος, κι όπως επιθυμούσε.
Τελευταία φορά που τον είδα ήταν πάνω στον βράχο.
Τον χαιρέτησα, μα δεν σήκωσε το καπέλο, παρά μου έδειξε την μεγάλη βελανιδιά που είχε στοιχειώσει και ξεχώριζε στην άκρη του χωριού. Ύστερα έσφιξε το ένα χέρι γροθιά, για νόημα.
Μου ευχήθηκε χωρίς λόγια, χωρίς φωνή, να είμαι δυνατός σαν εκείνη, και να πάρω τα χρόνια της.
Πέρασαν δύσκολοι καιροί από τότε, και καμιά φορά που περνάω απ'το βράχο, κοντοστέκομαι και κοιτάω με θαυμασμό.
Οι αγκαθωτοί θάμνοι έχουν υψώσει απάνω του, μα η κορφή του ξεχωρίζει σαν πρόσωπο με ανήσυχη όψη ανθρώπου να κοιτάει ψηλά στον ουρανό για ν'ανασάνει.
Κι όσο τ'αγκάθια θεριεύουν ολόγυρά του, άλλο τόσο λαχταράει να ζήσει.
Και πάντα εκεί, σαν ποτέ να μην χάθηκε.
Με κρυμμένες ανάσες θαρρώ υπάρχει ακόμα, πίσω απ'του ανέμου εκείνο το φιλήσυχο σφύριγμα.
Με κάθε εκτίμηση κι αγάπη για την ζωή, παντοτινά, αιώνια.''

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2016

ΑΠΟΝΟΜΗ ΒΡΑΒΕΙΩΝ ΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ ΣΠΑΡΤΟΥ

Η Βιβλιοθήκη Σπάρτου ''ταξιδεύει''στην Αθήνα,για να συναντήσει τους Φίλους της και να  βραβεύσει τους Νικητές του 1ου Πανελλήνιου Διαγωνισμού Ποίησης, που διοργάνωσε.

Την Κυριακή 27 - 11 - 2016 και ώρα 11.00 στον χώρο της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Ακαδημίας και Γενναδίου 8.

Μετά από ενέργειες του Προέδρου της Ε.Ε.Λ,
κ. Κώστα Καρούσου,
 που ήταν και μέλος της Κριτικής Επιτροπής του Διαγωνισμού Ποίησης, 
έχουμε την Τιμή να φιλοξενηθούμε στην Έδρα της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών  και να βραβεύσουμε τους νικητές του Διαγωνισμού.

 Άνθρωποι των Γραμμάτων και της Τέχνης, Ποιητές που συμμετείχαν στον διαγωνισμό και οι φίλοι της Βιβλιοθήκης Σπάρτου θα ανταμώσουμε για να Τιμήσουμε τους (5) πέντε Νικητές  του συγκεκριμένου διαγωνισμού, αλλά και να γνωριστούμε και να ανταλλάξουμε απόψεις και σκέψεις.

ΟΙ ΝΙΚΗΤΕΣ ΤΟΥ 1ου ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΠΟΙΗΣΗΣ

1. ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ ΝΙΚΟΣ 
(ΒΥΡΩΝΑΣ-ΑΘΗΝΑ)
λογοτεχνικό ψευδώνυμο: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΙΔΗΣ
2. ΦΛΩΤΣΙΟΥ ΕΦΗ 
(ΡΑΦΗΝΑ ΑΤΤΙΚΗΣ) 
λογοτεχνικό ψευδώνυμο: DREAMCATCHER
2. ΦΡΕΓΓΙΔΟΥ ΕΛΛΗ 
(ΚΙΛΚΙΣ)
λογοτεχνικό ψευδώνυμο: NIPENTHI
3. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΟΥΛΙΟΣ 
(ΟΒΡΙΑ ΠΑΤΡΑΣ)
λογοτοχνικό ψευδώνυμο: ΔΗΜΗΤΡΑΚΗΣ ΜΑΡΓΑΛΙΩ
3. ΚΩΣΤΑΣ ΣΩΚΟΣ 
(ΝΕΟ ΨΥΧΙΚΟ-ΑΘΗΝΑ)
λογοτεχνικό ψευδώνυμο: CAPTAIN NEMO

Τα ''λόγια'', Γνωριμίας για την Ε.Ε.Λογοτεχνών,είναι και λίγα και φτωχά για να περιγράψουν το Τεράστιο Πνευματικό Έργο, που πρόσφερε και συνεχίζει να προσφέρει στα Ελληνικά Γράμματα και όχι μόνο.

ΕΤΑΙΡΙΑ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

Ιδρύθηκε το 1934, από τους σπουδαιότερους Ανθρώπους των Γραμμάτων της Εποχής.
Ο σκοπός και το έργο της Ε.Ε.Λ ήταν και είναι η παραγωγή πνευματικού και πολιτιστικού έργου ενώ αγωνίζεται και για τα δικαιώματα των Ελλήνων λογοτεχνών!
Η Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών διευθύνεται από εννεαμελή Επιτροπή Διαχείρισης η οποία είναι υπεύθυνη για τη σωστή διαχείριση των υποθέσεων της και τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της.
Πρόεδροι της εταιρίας Ελλήνων λογοτεχνών διετέλεσαν ο Γρηγόρης Ξενόπουλος, ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Άγγελος Σικελιανός, ο Μιλτιάδης Μαλακάσης, ο Νίκος Βέης και άλλοι.

Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2016

ΡΕΑ ΚΑΛΟΓΕΡΟΓΙΑΝΝΗ (Η ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ)

Η Βιβλιοθήκη Σπάρτου Παρουσιάζει στην σημερινή της ανάρτηση 
ένα διήγημα της ""Σπαρτιώτισσας''
ΡΕΑΣ  ΚΑΛΟΓΕΡΟΓΙΑΝΝΗ
που γεννήθηκε στην Αμφιλοχία και κατοικεί στην Χαλκιδική.
Η ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ 
Πετάχτηκε από το κρεβάτι τρομαγμένος, σαν να τον ξύπνησε ο ίδιος ο διάβολος. Το κορμί του πονούσε, ιδρωμένος μέχρι το κόκκαλο σε ένα παγωμένο δωμάτιο κάπου στα βόρεια της Αλάσκας.
Ήταν ακόμη σούρουπο, ούτε που θυμόταν πως βρέθηκε στο κρεβάτι,...γυμνός. Τα χνώτα του μύριζαν ακόμη ουίσκι, ίσως αυτό ήταν και ο λόγος που δεν θυμόταν τίποτα.
Φόρεσε τη φόρμα του και αφού πρώτα έριξε μπόλικο νερό στο πρόσωπό του κατέβηκε γενναία την σκάλα αψηφώντας τη παγωνία και την απίστευτη θολούρα των ματιών του.
Έξω το χιόνι είχε σκεπάσει τα πάντα, η αλήθεια ήταν πως δεν θυμόταν καν αν την προηγούμενη ημέρα ο καιρός ήταν το ίδιο χάλια. Έριξε μια τελευταία ματιά έξω από το τζάμι και κατευθύνθηκε προς την καφετιέρα. Η ώρα ήταν προχωρημένη και στο σπίτι επικρατούσε μια περίεργη ησυχία κάτι που δεν ήταν λογικό για εκείνη εκεί την οικογένεια...αλήθεια,είχε οικογένεια. Τα κορίτσια του θα έπρεπε να ήταν εκεί, αλήθεια, τέτοια ώρα εκείνες τριγυρνούσαν μέσα στο σπίτι και θορυβούσαν με τα κινητά και τις διαφωνίες μεταξύ τους.  Η Κάρυ δυστυχώς, τους είχε αφήσει χρόνια τώρα, την άγγιξε εκείνη η αρρώστια που τρώει πολύ κόσμο και κατάφερε να την πάρει μακριά τους. 
“Μάντισον! Τζίλ!” άρχισε να καλεί τα κορίτσια του.
“Μάντυ!”συνέχισε να φωνάζει, μα καμιά ανταπόκριση.
Παράτησε τη κούπα με το καφέ στο πάγκο και κατευθύνθηκε πρός τη σκάλα. Την ανέβηκε με νεύρο, δεν ήξερε γιατί μα ένιωθε αναστατωμένος. Άφησε τους καλούς του τρόπους στην άκρη, και άνοιξε με μανία την πόρτα του υπνοδωματίου των κοριτσιών, άδειο το δωμάτιο...
΄Αγγιξε με τα δυο του χέρια το πρόσωπό του και έτριψε βιαστικά τα μάτια του, η εικόνα παρέμενε η ίδια...άδεια κρεβάτια, παγωμένο τοπίο. Τα παπλώματα των κοριτσιών έμοιαζαν ανέγγιχτα και η κουρτίνα στο παράθυρο ανέμιζε σαν σημαία. Έτρεξε και κοίταξε έξω, κανείς άδειος ο χιονισμένος κήπος τους. Τα κορίτσια έλειπαν από κάθε δωμάτιο ή χώρο του σπιτιού, έψαξε ακόμη και στο υπόγειο, κανένα ίχνος τους, τίποτα...
“Κυριε Μάθιου, πότε αντιληφθήκατε πως οι κόρες σας εξαφανίστηκαν;” η ψηλόλιγνη πράκτορας κρατούσε ένα μικρό μπλοκάκι και τον βομβάρδιζε με ένα σωρό ερωτήσεις λίγες ώρες μετά.
“Μα σας είπα, το απόγευμα, λίγο μετά τις...” έκανε να κοιτάξει το ρολόι του, μα εκείνο έλειπε, ούτε που το είχε προσέξει νωρίτερα.
“Δεν ξέρω, δεν έχει σημασία!” Ανέβασε τον τόνο της φωνής του.
“Μα γιατί είστε ακόμη εδώ, θα έπρεπε να ψάχνατε για εκείνες!” ούρλιαξε σχεδόν, χάνοντας πια την υπομονή του.
“Σας παρακαλώ...”εκείνη σηκώθηκε και ψιθύρισε κάτι στο συνάδελφό της.
Άνοιξε η πόρτα και στο σπίτι εισέβαλε ένας ακόμη άνδρας. Έμοιαζε φιλικός μα ο φάκελος που κρατούσε πρόδιδε πως  μάλλον ήταν ένας ακόμη πράκτορας που θα συνέχιζε τις ίδιες ερωτήσεις ξανά.
“Είναι κανείς δικός σας έξω; στο δάσος;Οι κόρες μου αγνοούνται κι έσεις με ρωτάτε πράγματα που έχουν τελειώσει έδω και καιρό” ο Κέρτ αναρωτιόταν αλήθεια τι σχέση είχε ο θάνατος της γυναίκας του και το αν εκείνος έπινε καμιά φορά τα βράδια, οι ερωτήσεις τους ήταν απλά χάσιμο χρόνου, τα κορίτσια του τον είχαν ανάγκη.
“Κύριε Μάθιου...είναι σημαντικό να επικεντρωθείτε στις ερωήσεις που θα σας κάνω, πιστέψτε με το ασυνείδητο συγκρατεί εικόνες και καταστάσεις που ίσως βοηθήσουν στην έρευνά μας. Δεν το γνωρίζετε μα ίσως από εσάς τον ίδιο αποσπάσουμε την αλήθεια, τι πραγματικά συνέβει στα κορίτσια σας, ο μόνος που μπορεί να βοηθήσει σε αυτό είστε εσείς, ο μάρτυρας, ο άνθρωπος που πιθανόν να είδε τελευταία φορά αυτά τα παιδιά...”
Ο Κέρτ ηρέμησε, ο πράκτορας έμοιαζε να του λέει την αλήθεια, αποφάσισε να αποβάλλει όσο μπορούσε την ανησυχία από πάνω του και να επικεντρωθεί στις ερωτήσεις του που όπως όλα έδειχναν ήταν η πιθανότερη λύση του προβλήματος.
“Ονομάζεστε Κέρτ Μάθιου....” η συζήτηση που ακολούθησε συνεχίστηκε ομαλά, το σαλόνι ήταν άδειο, ήταν οι δυό τους εκεί, ο Κέρτ και ο πράκτορας.
“Η εικόνα που είχατε λίγο πρίν σας πάρει ο ύπνος...η μυρωδία του καμμένου ξύλου στο τζάκι και η ενδεχομένως απαλή μουσική που ακούγατε...”
“Μπάχ άκουγα...”η φωνή του αλλαγμένη, πιο ήπια, ήρεμη και σταθερή δίχως ίχνος ανησυχίας με ήρεμες κοφτές κουβέντες, ο πράκτορας επιβεβαίωσε ακούγοντάς τον όλα όσα είχε την υποψία από πρίν.
“Ας ξεκινήσουμε από την αρχή...ονομάζεσαι...”
“Σον...Αυτό είναι το όνομά μου δόκτορα, αλήθεια τέτοιος δεν είσαι, πράκτορας;”ειρωνεύτηκε εκείνος.
“Δε νομίζω να σου κάνει κόπο να μου βρείς ένα τσιγάρο, η συζήτησή μας θα πάρει ώρες όπως φαντάζομαι...”χαμογέλασε σατανικά μπροστά του. Ο συνομιλητής του, ήξερε, είχε αντιμετωπίσει πολλούς σαν και δαύτον.
“Ωραία λοιπόν...”έβγαλε ένα μισογεμάτο πακέτο από την τσέπη του, και του το πρόσφερε.
“Είναι όλο δικό σου...”του είπε και εκείνος το άρπαξε σαν ύαινα.
“Σον είπαμε...Σον, γιατί τις σκότωσες;”τον ρώτησε.
Εκείνος ούτε που δείλιασε, απολάμβανε το άναμμα του πρώτο του τσιγάρο ως Σον.
“Δόκτοράκο, ήρθε η ώρα να μιλήσω, δε θα σου κάνω τη χάρη να μπω σε λεπτομέρειες, είναι πολλές, μα το άξιζαν αυτό που έπαθαν εκείνες οι αχάριστες.”ρούφηξε μέχρι το κόκκαλο εκείνη την πρώτη τζούρα του τσιγάρου και συνέχισε.
“Για να μην τα πολυλογώ, πήραν το μάθημά τους, τις έδειρα μέχρι θανάτου μα φρόντισα να τις θάψω βαθειά μέσα στο δάσος δεν ήθελα να τις ξεθάψει καμιά αρκούδα και να σκορπίσει τα κομμάτια τους εδώ κι εκεί...” το πρόσωπό του είχε μια λάμψη, όλη η κούραση και η αγωνία του κύριου Μάθιου είχε εξαφανιστεί, μαζί με εκείνον και εκείνα.
“Θα σηκωθούμε μαζί και εσύ Σον θα με οδηγήσεις στο σημείο που έθαψες εκείνες...”
“Δε μ'άκουσες Δόκτορα, δε θα σε πάω πουθενά!”απάντησε εκείνος φανερά ενοχλημένος.
“Θα μου πεις τουλάχιστον το γιατί; Γιατί τις σκότωσες Σον΄”
“Γιατί αγαπούσαν και φρόντιζαν εκείνον!”απάντησε δίχως καμιά καθυστέρηση.
“Εκείνον;”

“Εκείνον τον άχρηστο που αποκαλούσαν πατέρα, εκείνον τον δειλό που ποτέ δε νοιάστηκε για εκείνες, εκείνον τον αλκολικό που όλη μέρα χανόταν στη μέθη και τον εαυτό του. Για αυτό τις σκότωσα, προσπάθησα να τις συνετίσω να τις δέιξω το πόσο καλά θα είμασταν μαζί οι τρείς μας, μα εκείνες αδυνατούσαν να καταλάβουν, με έδιωχναν...για αυτό τις σκότωσα δοκτοράκο τις σκύλες....για αυτό...”τις σκότωσα''

Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2016

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ν. ΒΑΡΟΠΟΥΛΟΣ, (ΟΙ ΕΞΑΧΝΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ)

Το Αφιέρωμα της Βιβλιοθήκης Σπάρτου για τους Αιτωλοακαρνάνες Ποιητές συνεχίζεται με 

τον ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ Ν. ΒΑΡΟΠΟΥΛΟ
,
που γεννήθηκε στο Καραισκάκη Αστακού και κατοικεί στο Αγρίνιο.

Η βιβλιοθήκη μας ευχαριστεί τον Ποιητή για την δωρεάν προσφορά,
τεσσάρων (4) ποιητικών συλλογών του για τον εμπλουτισμό της.
1. Ο λύχνος του φωτός
2. Σταλαγμίτες 
3. Οι άλμπατρος
4. Οι ραβδοσκόποι

Το ποίημα που θα παρουσιάσουμε είναι από την τελευταία (19η)
ποιητική του συλλογή με τίτλο ''Οι ραβδοσκόποι''.

ΟΙ ΕΞΑΧΝΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ

Τα δέντρα 
παραφύλαγαν τους δρόμους,
σαν όπως οι φρουροί τους κρατούμενους.

Οι δρόμοι 
άρχιζαν σιγά - σιγά να ερημώνουν 
και το θάμβος του βραδιού
εσκέπαζε με την εσάρπα του τα στρουθία των θάμνων...

ενώ εμείς ... απολαμβάνουμε το Φθινόπωρο
με τις εσμυρνισμένες εξαχνώσεις της βροχής,
που περιδινούνταν τριγύρω μας.

Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2016

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΙΣΤΙΚΟΣ (Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ)

Η Βιβλιοθήκη Σπάρτου συνεχίζοντας το Αφιέρωμα στους Ποιητές της Αιτωλοακαρνανίας,
παρουσιάζει τον 

ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΙΣΤΙΚΟ
από το Παναιτώλιο.

Ευχαριστούμε  πολύ για την ευγενική  αποστολή (6) έξι βιβλίων του, που κοσμούν την Βιβλιοθήκη μας και είναι διαθέσιμα για το κοινό της.
1. ''Η μικρή Ανάγνωση''  Ποιήματα
2. ''Τα υφαντά της νύχτας''  Ποιήματα
3. '' Οι χαιρετισμοί της Χίου''  Ποιήματα
4. ''Ομήρου Οδύσσεια, Νέκυια, λ ραψωδία''  Μετάφραση
5. ''Εκ του συστάδην'' Δοκίμια
6. ''Ανθρωπαράν''  Μυθιστόρημα

Το Ποίημα που θα παρουσιάσουμε είναι από την ποιητική συλλογή
''Τα υφαντά της νύχτας''
( Στον αστερισμό της Κόνισκας)

Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ

Πούθε μού έρχεται η αθάνατη φωτιά και μου μιλά;
Ποιά βάθη σπούδασε το αθάνατο νερό και με γνωρίζει;
Ποιάν έρημον άφησε ο νοτιάς και μου χαιδεύει τα μαλλιά;

Έρχεται η αθάνατη φωτιά, από τα βάθη του ουρανού.
Έρχεται το αθάνατο νερό, από της γης τα βάθη.
Έρχεται ο αγέρας, από της φλογερής ερήμου την καρδιά.

Κάθεται ο γέροντας σοφός και συλλογιέται
'' Ο Λόγος έρχεται, από πολύ μακριά''.

Έρχεται πιο μακριά από το χάος και τη νύχτα.
Έρχεται φορτωμένος με αγέρα, με νερό και με φωτιά.
Έρχεται πιο μακριά απ'το νερό κι απ΄τον αγέρα.

Πιο μακριά απ' την ψυχή του γέροντα σοφού κι απ΄τη φωτιά.

Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2016

ΠΕΤΡΟΣ ΜΠΑΚΟΓΙΑΝΝΗΣ (ΟΜΟΡΦΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ ΣΠΑΡΤΟ)

Η Βιβλιοθήκη Σπάρτου ανάμεσα στο Αφιέρωμα για τους ''εν ζωή'', Αιτωλοακαρνάνες Ποιητές, 
θέλοντας να Τιμήσει την Μνήμη και το Έργο του Αείμνηστου Σπαρτιώτη Ποιητή και Συγγραφέα 

ΠΕΤΡΟΥ ΜΠΑΚΟΓΙΑΝΝΗ

Παρουσιάζει το ποίημα του, που είναι αφιερωμένο στο χωριό μας

ΟΜΟΡΦΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ ΣΠΑΡΤΟ

Έξω απ’ την Αμφιλοχία
και μετά τον Άη-Γιώργη,
φαίνεται να με προσμένει
πάντα μα με περιμένει
καθισμένο στη πλαγιά του
τ’ όμορφο χωριό μου Σπάρτο.

Όταν βρίσκομαι κοντά σου
νιώθω την επιθυμία
να χαρώ την ομoρφιά σου
και τη τόση σου μαγεία,
που απλώνονται με χάρη
στ’ ανθισμένα τα μπαλκόνια
με λογής –λογής λουλούδια,
και μοσχοβολούν αιώνια
τα γαρύφαλλα κι αυτός
ο σγουρός βασιλικός.

Πως μπορεί να μην θαυμάζω
όλες σου τις εποχές,
με τους πράσινους τους κήπους
και τις καθαρές σου αυλές,
που ’ναι πάντα στολισμένα
μ’ ανθισμένες μυγδαλιές,
με χρυσάνθεμα , βιολέτες
κι όμορφες τριανταφυλλιές;

Πώς μπορεί μα μην μ’ αρέσεις
όμορφο χωριό μου Σπάρτο,
όταν σ’ έχουνε στη μέση
θάλασσα , βουνό και κάτω
οι απέραντες ελιές σου
φτάνουν στις ακρογιαλιές σου;

Πώς μπορεί να μην μ’ αρέσει
το μικρό σου λιμανάκι
μ΄αραγμένες τις βαρκούλες,
που ΄χουν δέσει παλαμάρι
περιμένοντας το βράδυ
για να ρίξουνε τα δίχτυα
ή να πάνε πυροφάνι ;

Πώς μπορούσα να ξεχάσω
τον παλιόφιλο το φάρο
που φωτίζει και μας δίνει
μεσ’ τη θάλασσα κουράγιο;

Το μεράκι της καρδιά μου
ήτανε κάθε φορά
σαν βρισκόμουνα μονάχος
τα ωραία δειλινά ,
ν’ αγναντεύω πέρα ως πέρα
του Αμβρακικού τη θέα
με τα γαλανά νερά
και τους γλάρους ν’ αρμενίζουν
σαν βαρκούλες με πανιά
και να χάνομαι με δαύτους
στου ορίζοντα το βάθος.

Κι έτσι ονειροπαρμένος
απο το θαλασσινό τοπίο
βλέπω πέρα μακριά
κατακκόκινο τον ήλιο
να βαδίζει κουρασμένος
κι όπως έγερνε στη δύση
φαίνονταν να κολυμπά
και τη φλόγα του να σβήσει
στου πελάγου τα νερά.

Τότε κατά το βραδάκι ,
με παρέα τα παιδιά ,
πάμε για το Κατεργάκι
στη θαλασσινή δροσιά
για κανένα ποτηράκι ,
να χαρούμε τη βραδιά μας
και να πούμε τα δικά μας
κάτω απ’ την αστροφεγγιά ,
με ανάμνηση γεμάτο
όμορφο χωριό μου Σπάρτο.
Φωτογραφία του Γιάννη Πλιάτσικα
Κατεργάκι

Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2016

ΕΙΡΗΝΗ ΒΛΑΧΟΥ (ΟΜΟΡΦΟ ΚΟΡΙΤΣΙ)

Η Βιβλιοθήκη Σπάρτου συνεχίζοντας  το Αφιέρωμα στους Ποιητές-τριες 
της Αιτωλοακαρνανίας,παρουσιάζει 

την 
ΕΙΡΗΝΗ ΒΛΑΧΟΥ 
από την Αμφιλοχία.

Το Ποίημα έχει επιλεχθεί από την εθελοντική ομάδα της Βιβλιοθήκης 
και είναι από τη συμμετοχή της ποιήτριας στον
1ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης, που διοργανώσαμε.
Ευχαριστούμε για την συμμετοχή και για την συναισθηματική φόρτιση,(λόγω  του θέματος του ποιήματος), που θα αναρτήσουμε.

ΟΜΟΡΦΟ ΚΟΡΙΤΣΙ

Ένα όμορφο κορίτσι 
χάθηκε στον Ουρανό,
έβγαλε φτερά Αγγέλου
για Ταξίδι μακρινό.

Ήταν μικρό και όμορφο,
μα δεν γνώρισε τον κόσμο αυτό
γιατί η ζωή της φέρθηκε σκληρά
και την πήρε μακριά.

Άραγε είναι ευτυχισμένη
στην άλλη τη ζωή;
Ποιος ξέρει, ποιος θα μας το πει;
Αφού δεν θα γυρίσει ποτέ από ' κει.

Θα ήθελα να είναι ευτυχισμένη,
στην άλλη τη ζωή.
Αυτό το άτυχο κορίτσι,
που τόσα είχε ονειρευτεί
στην προηγούμενη ζωή.

'' Το αφιερώνω σε ένα κορίτσι, που χάθηκε στα 16 της χρόνια , πριν από τέσσερα χρόνια , από ένα τραγικό ατύχημα. Από μια φωτιά...''
Ειρήνη Βλάχου
Στην φωτογραφία η Σπυριδούλα 

Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2016

ΕΡΜΙΟΝΗ ΤΣΟΥΜΑ ( ΤΕΤΡΑΔΙΟ)

Το Αφιέρωμα στους Ποιητές -τριες της Αιτωλοακαρνανίας συνεχίζεται 
από την Βιβλιοθήκη Σπάρτου
με την 

ΕΡΜΙΟΝΗ ΤΣΟΥΜΑ
από την Αμφιλοχία.

Το ποίημα ''Τετράδιο'' είναι από τα 5(πέντε).
με τα οποία πήρε μέρος στον
1ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης 
που διοργάνωσε η Βιβλιοθήκη μας  και την Ευχαριστούμε για την συμμετοχή!


ΤΕΤΡΑΔΙΟ

Δεν είσαι μιαν αυταπάτη,
έτσι που γαλήνια υπάρχεις...
Στη μπροστινή σελίδα είναι 
γραμμένο το βλέμμα σου,
λαίμαργο,μελαχρινό και ασυγκράτητο.
Πίσω να μην κοιτάξεις.
Δεν έχει αυτό , που ίσως θα περίμενες,
φλέρτ, αποπλάνηση και ερωτική περίπτυξη με πάθος.
Γράφει παιδιά της  Ινσταμπούλ ξυπόλητα,
πάνω σε παγωμένους δρόμους, 
προσφυγόπουλα
και άλλα παιδιά της Γάζας, της Συρίας,
τα σκοτωμένα στα χαλάσματα...
Πιο κάτω είναι η αγωνία για ένα μέλλον, που θαρθεί
αν όλοι μας μεταβληθούμε,
μοναχά σε καταναλωτές.
Γι αυτό σου λέω, μην κοιτάξεις .... 

φωτογραφία  -  Γιάννης Πλιάτσικας

Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2016

ΝΙΚΟΣ ΠΟΤΑΜΙΤΗΣ ( ΣΤΟΝ ΧΡΗΣΤΟ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ)

Συνεχίζει η Βιβλιοθήκη Σπάρτου το Αφιέρωμα στους Αιτωλοακαρνάνες Ποιητές-τριες

με τον ΝΙΚΟ ΠΟΤΑΜΙΤΗ 
(κατά κόσμον ΝΙΚΟ Κ. ΨΗΜΜΕΝΟ)

που γεννήθηκε στον Εμπεσό Βάλτου,
όπου και έζησε το πιο φωτεινό καλοκαίρι της ζωής του (όπως ο ίδιος αναφέρει)το 1950
και τώρα ζει και διαμένει στα Γιάννενα.

Το Ποίημα του, που θα παρουσιάσουμε είναι αφιερωμένο στο Χρήστο Παπαδημητρίου,
που η Θητεία του σαν Δάσκαλος στο Δημοτικό Σχολείο Σπάρτου άφησε το στίγμα του στην Σπαρτιώτικη Κοινωνία και τον Ευχαριστούμε πολύ.

Τον Άη - Θωμά 
αν ξαναδείς να περπατάει
στο νοητό γεφύρι τπυ Ίναχου,
διόλου μην απορέσεις
σε καπετάνιο τάφο
τρισάγιο πάει για να διαβάσει,
που μοναστήρι πού'κτισε
σημάδι ζωής ν' αφήσει.

Το ποίημα είναι από την Ποιητική του Συλλογή
''Εμπεσών εν Εμπεσώ''

Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2016

ΓΙΑΝΝΗΣ ΥΦΑΝΤΗΣ (ΑΙΩΝΙΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ)

Η Βιβλιοθήκη Σπάρτου συνεχίζει το Αφιέρωμα στους Ποιητές -τριες
της Αιτωλοακαρνανίας
με τον 
ΓΙΑΝΝΗ ΥΦΑΝΤΗ
από το Αγρίνιο.
Το Ποίημα 
''Αιώνιο καλοκαίρι'',
είναι από την Ποιητική συλλογή του
ΚΑΤΩ ΑΠ' ΤΟ ΕΙΚΟΝΙΣΜΑ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ 
(Μάσκες του Τίποτε)

ΑΙΩΝΙΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Ο Ήλιος πίσω απ’ το μεγάλο κυπαρίσσι 
είναι μια σάρκα λαμπερή κομματιασμένη, στάζει αίματα. Κι ο κόρακας;
Έφτασε ταραγμένος να ρωτήσει μήπως άγριοι θεοί
έχουν κατασπαράξει τον Απόλλωνα.
(Πάντα ο κόρακας εκεί, κοντά στον Ήλιο,
μήπως και φάει ένα κομμάτι από τη σάρκα του 
και αποχτήσει χρώματα λαμπρά όπως ο κόκκορας).
«Όχι του λέω, όχι, ο Μάντης ζει.
Κοίταξε μες στο τζάμι της ψευδαίσθησης εδώ στο παραθύρι μου αν αντέχεις και θα δεις 
που μέγα μάτι πολυάχτιδο κοιτά να φανερώσει, 
να ερμηνεύσει ήθελα να πω
τον αιωνίως ανερμήνευτο χρησμό του Κόσμου.
Κοίταξε μακρινά και κοντινά, και περασμένα, και μελλούμενα.
Νάτος ο φίλος μου που έχει τη μικρή του κόρη άρρωστη.
«Σαν κούρητας» μου λέει «φέρνω γύρω της χτυπώντας το κοντάρι πάνω στην ασπίδα
μου να διώξω μακριά τον πυρετό».
Κ’ ήμουν όλη τη μέρα λυπημένος, ναι, απαρηγόρητος
γιατί ούτε κι εφέτος μπόρεσα να πάω στο Λυβικό
στου Λέντα τη θαλάσσια σπηλιά που έχει δάπεδο νερό και θόλο πέτρινο.
Τα κύματα σαρώνουνε το φως, δίχτυ χρυσό, το μπάζουν μες από την πόρτα της
σπηλιάς το ρίχνουν ξεσχισμένο στα τοιχώματα.
Κι εσύ κοιτάζεις στα τοιχώματα ψηλά τις κληματόβεργες, ώ λάθος, ήθελα να πω
τις λικνιζόμενες εκεί ρίζες του Ήλιου. 
Τ’ άγρια περιστέρια που σκιαχτήκαν φτερουγίζουν κυκλικά ή γράφουν σχήματα,
μέχρι που πάνε και καθίζουνε κι αυτά να λικνιστούν εκεί να λικνιστούν
στα φωτοκλώναρα.
Κάποιο τους πέφτει μα και πάλι επιστρέφει.
Κι ο Στεφανάκης έξω εκεί πάνω στο βράχο καθισμένος
ρίχνει το αγκίστρι του να πιάσει λέει σπαρταριστές εμπνεύσεις για να φάει ο ποιητής.
Κι ο Ανδρουλάκης κατεβαίνει απ’ το κρεββάτι του
που είν’ εκεί ψηλά μέσα στα δέντρα, στ’ αρμυρίκια.
Φτάνει μπροστά μου με μια κάμερα και λέει: 
«Στάσου εδώ μπροστά στη θάλασσα και απάγγειλε Σεφέρη.
Κι εγώ το βράδυ επίτηδες θα σύρω τη συζήτηση ως τις δυο τη νύχτα κι ως τις τρεις
ώστε να δούμε στο σκοτάδι καθαρό τον αστροπόταμο...».
Κι ένας το βράδυ στο συμπόσιο θέλησε να πει για το ουράνιο και το γήινο:
«Τ’ είναι ουράνιο και τι γήινο;» ρωτήσαν τον Σοφό της Αγροικίας.
«Ουράνιο» είπ’ ο Τσου 
«είν’ ένα άλογο χωρίς το χαλινάρι.
Γήινο είναι τ’ άλογο που έχει χαλινάρι».
«Ναι βέβαια» συμπλήρωσε ο Ντανάκας, «αλλά όταν
το χαλινάρι έχει χάντρες και φουντίτσες, κουδουνάκια, χαϊμαλιά,
εύκολα το ουράνιο προτιμά να γίνει γήινο».
Κι όλοι γελάσαμε μ’ αυτό που είπ’ ο φίλος μας
με γέλιο τόσο δυνατό που έφτασε ψηλά, πολύ ψηλά
στα Όρη τ’ Αστερούσια εκεί που ο Ψαράκης
νυχτοβοσκά και χαίρεται την αστρομοναξιά του.
«Ναι ξαναφώναξα» στον κόρακα, «ο Ήλιος ζει και ζει και ζει.
Αφότου ο Ελύτης τους το ζήτησε
το λένε τα τζιτζίκια όλα μαζί».
(Α τα τζιτζίκια οι μάκαρες αυτοί
που αγνοούν τους νιφετούς, τους όμβρους, τους χειμώνες.
Που ζούνε και πεθαίνουν με τη γνώση πως ο κόσμος 
άλλο δεν είναι παρά μόνο καλοκαίρι).

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2016

ΝΕΝΑ ΜΠΟΥΡΑ - ΣΑΜΨΩΝ(=ΜΙΚΡΟΣ ΗΛΙΟΣ)

Η Βιβλιοθήκη Σπάρτου  μας ''ταξιδεύει''  με τα αντίδωρα της Ψυχής των Δημιουργών της Αιτωλοακαρνανίας.

Η ΝΕΝΑ ΜΠΟΥΡΑ
από την Αμφιλοχία
παρουσιάζει το Ποίημα της

ΣΑΜΨΩΝ (= ΜΙΚΡΟΣ ΗΛΙΟΣ)

Καλοκαιρινή μου αγάπη
και χειμωνιάτικη μου λαχτάρα,
αντάρα της ψυχής μου, του λογισμού μου παίδεμα.

Χρυσοκίτρινο στεφάνι
στα σκούρα μαλλιά μου ο έρωτας σου
από φύλλα φθινοπωρινής γιορτής.

Βροχοστολίδα της ανάσας μου
προσμένω να μεταλάβω την πνοή σου.

Ήσουν εσύ που ξαγρύπνησα
στο σκοτεινό μου μαξιλάρι.
Ήσουν εσύ ο προορισμός, εσύ και το ταξίδι μου.

Ξεπλύθηκα μες της λίμνης τα θολά σου νερά.
Τόσο θολά και όμως ξεπλύθηκα.
Χαρίζοντας ως άλλος Σαμψών την δύναμη
της νιότης μου
κι εσύ ίδιος μικρός ήλιος
στην αέναη πια Άνοιξη.

Ω στολίδι της ύπαρξης μου,
χάρισέ μου τη φωτεινότητα σου
να φωτίζω ολάκερη από έρωτα για σένα.

Άπλωσε το χέρι σου να σε κρατήσω.
Μη τρομάζεις το άγγιγμα μου,
δεν θα στερηθείς  τίποτα πια.

Ακούμπησε το χέρι σου στη μισή καρδιά μου.
Μισή αφού την άλλη μισή την πήρες μαζί σου
κι αυτή η επαναπομείνουσα χτυπάει στους συλλαβισμούς
του ονόματος σου.


Ευχαριστούμε την Νένα Μπούρα για την συμμετοχή της στον
1ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης

της Βιβλιοθήκης Σπάρτου.

Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2016

ΝΙΚΟΣ ΜΑΚΡΗΣ (ΖΗΝΩΝ ΚΑΙ ΧΡΥΣΑ)

Συνεχίζεται το Αφιέρωμα στους Αιτωλοακαρνάνες Ποιητές
από την Βιβλιοθήκη Σπάρτου
με τον
 ΝΙΚΟ ΜΑΚΡΗ
(Καθηγητής Φιλοσοφίας - Συγγραφέας)
από τον Αστακό Αιτωλοακαρνανίας.

Απόσπασμα από την Τραγωδία του
ΖΗΝΩΝ ΚΑΙ ΧΡΥΣΑ (Το τσαντίρι της Οργής και της Ελπίδας), 

Θεωρός:
Περνούσε η ώρα, κάλπαζε το μεσονύχτιο
κάποιοι θαμώνες χασμουριόντουσαν
κι ανέμεναν κάτι καλό πριν φύγουν,
μα μουδιασμένοι απ’ του οίνου την κατάνυξη
αφήνονταν στις διοράσεις της στιγμής.
Ω, της στιγμής που φάνταζε αιωνιότητα,
που ‘τρεπε σε φυγή τις μέριμνες του βίου
τα τόσα άπονα αγκάθια των στιγμών.
Αυτές οι άληπτες στιγμές ενώνουν τους ανθρώπους,
αιώνιες, ειρηνικές, πάνσεπτες θυγατέρες
μιας κάποιας θείας απαρχής
στου κόσμου μας την θλίψη
των δεσμωτών αυτής της γης
που κυνηγούν απάτες
τα εύθραυστα τα είδωλα του κοσμικού εγώ
με τη σισύφεια αντοχή, τη λέμε ματαιότη
και που ολοσυντρίβεται στων παθών τον αχό.
Ο Ζήνωνάς μας ο καλός ένιωθε δεσμευμένος,
ήταν κι αυτός απ’ τους πολλούς του κόσμου μας δεσμώτες
μα τα δεσμά του ήτανε πολύ πιο χαλαρά,
το διακύβευμα έφθανε ακρώρειες της ζωής.
Πώς θα συντρίψει τα δεσμά –ελευθερίας κόμβους
αυτός  ο άγνωστος θνητός που ήταν γνωστικός;
Σιγούσε κι άκουε απαλά τους λόγους των τυχαίων,
η ειμαρμένη η θεϊκή των στωικών ο λόγος
του ‘δινε ανάσα μυστική έξω από πολώσεις
των φρούδων αναβλέψεων σε δουλείας ζυγό.

                                                *
Θυμόταν μόνος  με πολλούς
στον ξένιο τον τόπο
που η Πρόνοια τον οδήγησε
μετά τον παιδεμό
της ζωής τα παθήματα,
χαμόγελα και βλέψεις
βυθοσκοπούσε ήρεμα
ατένιζε το βάθος
που οι δεσμώτες έψαυαν
χωρίς να καταθραύουν.

Ζήνων:
Ειρηνική τη λέγαμε κάποτε στις αυλές μας
τη θραύση των ειδώλων μας που δίνει τη φροσύνη
με της απάθειας την ορμή που έξοδο προσφέρει
απ’ τα φρικτά φαντάσματα –ψευδαισθήσεων τέκνα.
Δε μπόρεσα να το διαβώ το μέγιστο το όριο,
έγκλειτος είμαι όπως σεις όλοι καλοί μου φίλοι
στη μέγιστη τη φυλακή που λέμε εγκοσμιότη.
Το λέγαμε πολλές φορές στους δρόμους, στη Στοά
δεν έγινε η αρετή να υπηρετεί τα πάθη,
για όλα περιστρέφονται στης αρετής το θρόνο.
Τι είναι όμως η αρετή αν όχι η απόχη
που ελευθερώνει απ’ τα δεσμά, το βούρκο της αγνοίας,
η έξοδος απ’ τη ζωή, αυτή τη ματαιότη;

Θαμώνας:
Δε μας τα λες τόσο καλά αγαπημένε ξένε.
Αν σβήσουμε τα πάθη μας και τις φιλοδοξίες
ολοδιαλυθήκαμε στης νέκρωσης τους κόσμους
χωρίς τα επαγγέλματα, το μέτριο το δόλο
που μας γλυκαίνει υπόκωφα όταν παρανομούμε.
Πέθανε η πολιτική, οι τέχνες, το εμπόριο
και τα γλυκά τα βλέμματα κοριτσιών που θωρούν,
έρωτας και πατρότητα, μητρότητα και τέκνα.

                                                *
Η πλέρια γνησιότητα ειν’ άρνηση του ανθρώπου,
τα μέτρια τα πάθη μας, αυτά της κάθε μέρας
μας δίνουνε παρηγοριά, λύπες, χαρές, ελπίδες
και οι θύελλες που ολοξεσπούν, παρά τα θύματά τους,
κτίζουν με τα ερείπια τη νέα μας ζωή.

Σερβιτόρα:
Πρέπει να τον γνωρίσετε τον ξένο από κοντά,
το φως το υπερκόσμιο και η καθάρια όψη
αυτού και του συντρόφου του, των σιδηροδεμένων
έδειχνε όσο πιο καλά τι είν’ ελευθερία
κι ας δούλευαν πολύ καλά οι άθλιες χειροπέδες.

Θεωρός:
Σιώπησαν όλοι τους
κι έσκυψαν στα ποτήρια τους τα άδεια.
Σκέπτονταν μουδιασμένοι και συγκεντρωμένοι
για το κρασί το βραδινό εκείνης της φοράς
άσματα δεν προκάλεσε, αυθόρμητες εκρήξεις.
Η σιωπή τους ήτανε ιερά μαγνητισμένη
κάποια ανάλαφρη σκιά στην πόρτα της καρδιάς τους
χτυπούσε διακριτικά κι κείνοι προσδοκούσαν…
Ο ξένος μας σηκώθηκε, έγνεψε καληνύχτα
καθώς στην πόρτα πρόβαλλε γνωστή τους σιλουέτα.
Έτοιμος ήταν για να φύγει
χωρίς να ξέρει πού θα κοιμηθεί
σαν τους αλήτες στις γωνιές
των απόμερων δρομίσκων,
σαν τους clochards τους έρημους
σε μοναχές αυλές
σπιτιών που ερειπώθηκαν
από τη δυστυχία
όπως κι από το θάνατο
σε τούτη τη ζωή.
Δε μεριμνούσε ο άνθρωπος
της μοίρας μας καμάρι
να φάει, να πιει, να κοιμηθεί,
ήταν κοσμοπολίτης,
νεώτερος κατάφερνε
να εκτελεί αγγαρείες
να βρίσκει αναλώσιμα
που κάλυπταν τη μέρα
και η ειμαρμένη η καλή
με αρετή αντάμα
και με την τιμιότητα
του πρόσφεραν μ’ευγένεια
πάντα λιτή διατροφή,
τον άρτο της ημέρας.
Ο νους του ήταν μακριά
σ’ άλλες καθάριες χώρες
σαν έγγιστη εγγύτητα
ανθρώπινων ψυχών
κι αν δίδασκε αγνότητα,
φρόνηση και απάθεια,
ο λογισμός δραπέτευε
στο λόγο του παντός
στο λόγο που ο φίλος του
ο Εφέσιος ο λαμπρός
τον έβρισκε εξόριστο
απ’ ανθρώπων τις στέγες
και τον σιγοαντάμωνε
στον κόσμο των παιδιών.

                             *
Ω έρημε του κόσμου μας  αλήτη
που ανασταίνεις του Εμπεδοκλή την αλητεία
είσαι και συ ένας φυγάς θεόθεν[1],
πού θα ‘βρεις ώ καλέ το καταφύγιο
των μόνων, των αληθινών βλαστών
στου κόσμου τ’ αγριόδενδρα
με τους πικρούς καρπούς;

                             *
Ω αμέριμνε, παιδί βαθιάς μερίμνης
οδηγημένε σ’ άλλους κόσμους
με σιγηλό το μεγαλείο της σοφίας
και της μεγάλης κόρης της τής Αποχής
απέχεις όντως από τις χαρές του βίου
κι είναι αυτό ο πλούτος ο μοναδικός
για κάποια άλλη μακαρία χαρμονή
πέρα από τη χαρά, τον εφησυχασμό
και την ευδαιμονία
δίνει ζωή αλλοτινή στην παρουσία…

Ταβερνιάρης:
Καλώς την Πόλα την καλή
έλα καλό κορίτσι
να ζήσεις με τον έρωτα
που τόσο σε λικνίζει.

Θεωρός:
Η κόρη ολοζώντανη
βαθιά ζωγραφισμένη
με χρώματα ανάλαμπρα
που κινούν τις αισθήσεις
στον αγοραίο έρωτα,
στα σκληρά καλντερίμια
για να σκορπίζουν άστοργα
την πικρόχαρη γεύση
στιγμιαίας απόλαυσης
χωρίς αγάπης δώρο.
Ήταν γλυκό αντιφέγγισμα
Πάνδημης Αφροδίτης
χωρίς καλλωπιστήρια
καλλωπισμού χυδαίου
κείνων εκεί των γυναικών
που συχνάζουν σε οίκους
ευφρόσυνης λαμπρότητας
μ’ ερωτιδείς κι εικόνες
που δίνουν ψευτοδύναμη
σ’ ευπρέπειας κυρίους,
σε σύντροφους παροδικούς
κοριτσιών της οργής
με υποκρούσεις μαγικές,
φωνές με ηδυπάθεια
σ’ εύσχημους οίκους καθαρούς
γενναίας αμοιβής.
Η κόρη κείνης της βραδιάς
ανάδινε το χρώμα
έκπτωτης εκδιδόμενης
με λαϊκούς πελάτες
κι είχε τα μάτια βαθουλά
πονεμένα τα χείλη
και οι μπογιές που κάλυπταν
παρειές και βλεφαρίδες
ήταν φθαρμένες, έκθετες
στον πόνο της ημέρας.

Σερβιτόρα:
Έλα καλή μου, έλειψες κάποιες βραδιές
και μεις νομίζαμε πως άλλαξες συνήθειες.

Θεωρός:
Κάθισε η κόρη στο τραπέζι με νωχέλεια
και κείνος όρθιος γύρισε για να δει,
να εξετάσει της στιγμής την έκπληξη.

Πόλα:
Σας ξέρω! Σας αναγνωρίζω ω καλέ!
Ήμουν και γω αιχμάλωτη κει στο ψυχρό
εκεί κάτω, στης φυλακής τα σίδερα,
ενώ από επάνω, στο παλάτι της χλιδής
μεγάλο ήταν το γιορτάσι επισήμων,
ήχοι και βαλς και χαριεντισμοί
που μας κορόιδευαν εμάς τους παρακάτω,
της ζήσης τα παράσιτα μας λένε
αυτοί οι άρχοντες και οι κυράδες οι τερπνές,
οι αρχόντισσες, οι μαρκησίες, οι Κυρίες
με κάπα κεφαλαίο φυσικά,
με τα λοφία-στέμματα και τις περιβολές.
Ήμουν και γω εκεί, πλανιόμουν
στα κράσπεδα της ζήσης και της χαρμονής.
Πιο κάτω πήγαινα με τους πελάτες μου παρέα
εγώ η περιφερόμενη, η αλήτισσα, η μοιραία…
Ήμουν στο διπλανό το δεσμωτήριο
κι όταν με διώξαν, ναι, για πολλοστή φορά,
απ’ το πραγματικό χαμαιτυπείο
είχατε ελευθερωθεί, η πόρτα ήταν ανοιχτή.
Δε θα ξεράσω τις κατάρες τις γνωστές,
ήταν κι αυτό μια κάποια λύση στη ζωή μου
ο σεβασμός μου είν’ πολύς απέναντί σας Κύριε…
…κι οι πόρνες σέβονται, αναγνωρίζουν, εκτιμούν.

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *