Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2016

ΠΕΤΡΟΣ ΜΠΑΚΟΓΙΑΝΝΗΣ (ΟΜΟΡΦΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ ΣΠΑΡΤΟ)

Η Βιβλιοθήκη Σπάρτου ανάμεσα στο Αφιέρωμα για τους ''εν ζωή'', Αιτωλοακαρνάνες Ποιητές, 
θέλοντας να Τιμήσει την Μνήμη και το Έργο του Αείμνηστου Σπαρτιώτη Ποιητή και Συγγραφέα 

ΠΕΤΡΟΥ ΜΠΑΚΟΓΙΑΝΝΗ

Παρουσιάζει το ποίημα του, που είναι αφιερωμένο στο χωριό μας

ΟΜΟΡΦΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ ΣΠΑΡΤΟ

Έξω απ’ την Αμφιλοχία
και μετά τον Άη-Γιώργη,
φαίνεται να με προσμένει
πάντα μα με περιμένει
καθισμένο στη πλαγιά του
τ’ όμορφο χωριό μου Σπάρτο.

Όταν βρίσκομαι κοντά σου
νιώθω την επιθυμία
να χαρώ την ομoρφιά σου
και τη τόση σου μαγεία,
που απλώνονται με χάρη
στ’ ανθισμένα τα μπαλκόνια
με λογής –λογής λουλούδια,
και μοσχοβολούν αιώνια
τα γαρύφαλλα κι αυτός
ο σγουρός βασιλικός.

Πως μπορεί να μην θαυμάζω
όλες σου τις εποχές,
με τους πράσινους τους κήπους
και τις καθαρές σου αυλές,
που ’ναι πάντα στολισμένα
μ’ ανθισμένες μυγδαλιές,
με χρυσάνθεμα , βιολέτες
κι όμορφες τριανταφυλλιές;

Πώς μπορεί μα μην μ’ αρέσεις
όμορφο χωριό μου Σπάρτο,
όταν σ’ έχουνε στη μέση
θάλασσα , βουνό και κάτω
οι απέραντες ελιές σου
φτάνουν στις ακρογιαλιές σου;

Πώς μπορεί να μην μ’ αρέσει
το μικρό σου λιμανάκι
μ΄αραγμένες τις βαρκούλες,
που ΄χουν δέσει παλαμάρι
περιμένοντας το βράδυ
για να ρίξουνε τα δίχτυα
ή να πάνε πυροφάνι ;

Πώς μπορούσα να ξεχάσω
τον παλιόφιλο το φάρο
που φωτίζει και μας δίνει
μεσ’ τη θάλασσα κουράγιο;

Το μεράκι της καρδιά μου
ήτανε κάθε φορά
σαν βρισκόμουνα μονάχος
τα ωραία δειλινά ,
ν’ αγναντεύω πέρα ως πέρα
του Αμβρακικού τη θέα
με τα γαλανά νερά
και τους γλάρους ν’ αρμενίζουν
σαν βαρκούλες με πανιά
και να χάνομαι με δαύτους
στου ορίζοντα το βάθος.

Κι έτσι ονειροπαρμένος
απο το θαλασσινό τοπίο
βλέπω πέρα μακριά
κατακκόκινο τον ήλιο
να βαδίζει κουρασμένος
κι όπως έγερνε στη δύση
φαίνονταν να κολυμπά
και τη φλόγα του να σβήσει
στου πελάγου τα νερά.

Τότε κατά το βραδάκι ,
με παρέα τα παιδιά ,
πάμε για το Κατεργάκι
στη θαλασσινή δροσιά
για κανένα ποτηράκι ,
να χαρούμε τη βραδιά μας
και να πούμε τα δικά μας
κάτω απ’ την αστροφεγγιά ,
με ανάμνηση γεμάτο
όμορφο χωριό μου Σπάρτο.
Φωτογραφία του Γιάννη Πλιάτσικα
Κατεργάκι

Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2016

ΕΙΡΗΝΗ ΒΛΑΧΟΥ (ΟΜΟΡΦΟ ΚΟΡΙΤΣΙ)

Η Βιβλιοθήκη Σπάρτου συνεχίζοντας  το Αφιέρωμα στους Ποιητές-τριες 
της Αιτωλοακαρνανίας,παρουσιάζει 

την 
ΕΙΡΗΝΗ ΒΛΑΧΟΥ 
από την Αμφιλοχία.

Το Ποίημα έχει επιλεχθεί από την εθελοντική ομάδα της Βιβλιοθήκης 
και είναι από τη συμμετοχή της ποιήτριας στον
1ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης, που διοργανώσαμε.
Ευχαριστούμε για την συμμετοχή και για την συναισθηματική φόρτιση,(λόγω  του θέματος του ποιήματος), που θα αναρτήσουμε.

ΟΜΟΡΦΟ ΚΟΡΙΤΣΙ

Ένα όμορφο κορίτσι 
χάθηκε στον Ουρανό,
έβγαλε φτερά Αγγέλου
για Ταξίδι μακρινό.

Ήταν μικρό και όμορφο,
μα δεν γνώρισε τον κόσμο αυτό
γιατί η ζωή της φέρθηκε σκληρά
και την πήρε μακριά.

Άραγε είναι ευτυχισμένη
στην άλλη τη ζωή;
Ποιος ξέρει, ποιος θα μας το πει;
Αφού δεν θα γυρίσει ποτέ από ' κει.

Θα ήθελα να είναι ευτυχισμένη,
στην άλλη τη ζωή.
Αυτό το άτυχο κορίτσι,
που τόσα είχε ονειρευτεί
στην προηγούμενη ζωή.

'' Το αφιερώνω σε ένα κορίτσι, που χάθηκε στα 16 της χρόνια , πριν από τέσσερα χρόνια , από ένα τραγικό ατύχημα. Από μια φωτιά...''
Ειρήνη Βλάχου
Στην φωτογραφία η Σπυριδούλα 

Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2016

ΕΡΜΙΟΝΗ ΤΣΟΥΜΑ ( ΤΕΤΡΑΔΙΟ)

Το Αφιέρωμα στους Ποιητές -τριες της Αιτωλοακαρνανίας συνεχίζεται 
από την Βιβλιοθήκη Σπάρτου
με την 

ΕΡΜΙΟΝΗ ΤΣΟΥΜΑ
από την Αμφιλοχία.

Το ποίημα ''Τετράδιο'' είναι από τα 5(πέντε).
με τα οποία πήρε μέρος στον
1ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης 
που διοργάνωσε η Βιβλιοθήκη μας  και την Ευχαριστούμε για την συμμετοχή!


ΤΕΤΡΑΔΙΟ

Δεν είσαι μιαν αυταπάτη,
έτσι που γαλήνια υπάρχεις...
Στη μπροστινή σελίδα είναι 
γραμμένο το βλέμμα σου,
λαίμαργο,μελαχρινό και ασυγκράτητο.
Πίσω να μην κοιτάξεις.
Δεν έχει αυτό , που ίσως θα περίμενες,
φλέρτ, αποπλάνηση και ερωτική περίπτυξη με πάθος.
Γράφει παιδιά της  Ινσταμπούλ ξυπόλητα,
πάνω σε παγωμένους δρόμους, 
προσφυγόπουλα
και άλλα παιδιά της Γάζας, της Συρίας,
τα σκοτωμένα στα χαλάσματα...
Πιο κάτω είναι η αγωνία για ένα μέλλον, που θαρθεί
αν όλοι μας μεταβληθούμε,
μοναχά σε καταναλωτές.
Γι αυτό σου λέω, μην κοιτάξεις .... 

φωτογραφία  -  Γιάννης Πλιάτσικας

Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2016

ΝΙΚΟΣ ΠΟΤΑΜΙΤΗΣ ( ΣΤΟΝ ΧΡΗΣΤΟ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ)

Συνεχίζει η Βιβλιοθήκη Σπάρτου το Αφιέρωμα στους Αιτωλοακαρνάνες Ποιητές-τριες

με τον ΝΙΚΟ ΠΟΤΑΜΙΤΗ 
(κατά κόσμον ΝΙΚΟ Κ. ΨΗΜΜΕΝΟ)

που γεννήθηκε στον Εμπεσό Βάλτου,
όπου και έζησε το πιο φωτεινό καλοκαίρι της ζωής του (όπως ο ίδιος αναφέρει)το 1950
και τώρα ζει και διαμένει στα Γιάννενα.

Το Ποίημα του, που θα παρουσιάσουμε είναι αφιερωμένο στο Χρήστο Παπαδημητρίου,
που η Θητεία του σαν Δάσκαλος στο Δημοτικό Σχολείο Σπάρτου άφησε το στίγμα του στην Σπαρτιώτικη Κοινωνία και τον Ευχαριστούμε πολύ.

Τον Άη - Θωμά 
αν ξαναδείς να περπατάει
στο νοητό γεφύρι τπυ Ίναχου,
διόλου μην απορέσεις
σε καπετάνιο τάφο
τρισάγιο πάει για να διαβάσει,
που μοναστήρι πού'κτισε
σημάδι ζωής ν' αφήσει.

Το ποίημα είναι από την Ποιητική του Συλλογή
''Εμπεσών εν Εμπεσώ''

Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2016

ΓΙΑΝΝΗΣ ΥΦΑΝΤΗΣ (ΑΙΩΝΙΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ)

Η Βιβλιοθήκη Σπάρτου συνεχίζει το Αφιέρωμα στους Ποιητές -τριες
της Αιτωλοακαρνανίας
με τον 
ΓΙΑΝΝΗ ΥΦΑΝΤΗ
από το Αγρίνιο.
Το Ποίημα 
''Αιώνιο καλοκαίρι'',
είναι από την Ποιητική συλλογή του
ΚΑΤΩ ΑΠ' ΤΟ ΕΙΚΟΝΙΣΜΑ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ 
(Μάσκες του Τίποτε)

ΑΙΩΝΙΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Ο Ήλιος πίσω απ’ το μεγάλο κυπαρίσσι 
είναι μια σάρκα λαμπερή κομματιασμένη, στάζει αίματα. Κι ο κόρακας;
Έφτασε ταραγμένος να ρωτήσει μήπως άγριοι θεοί
έχουν κατασπαράξει τον Απόλλωνα.
(Πάντα ο κόρακας εκεί, κοντά στον Ήλιο,
μήπως και φάει ένα κομμάτι από τη σάρκα του 
και αποχτήσει χρώματα λαμπρά όπως ο κόκκορας).
«Όχι του λέω, όχι, ο Μάντης ζει.
Κοίταξε μες στο τζάμι της ψευδαίσθησης εδώ στο παραθύρι μου αν αντέχεις και θα δεις 
που μέγα μάτι πολυάχτιδο κοιτά να φανερώσει, 
να ερμηνεύσει ήθελα να πω
τον αιωνίως ανερμήνευτο χρησμό του Κόσμου.
Κοίταξε μακρινά και κοντινά, και περασμένα, και μελλούμενα.
Νάτος ο φίλος μου που έχει τη μικρή του κόρη άρρωστη.
«Σαν κούρητας» μου λέει «φέρνω γύρω της χτυπώντας το κοντάρι πάνω στην ασπίδα
μου να διώξω μακριά τον πυρετό».
Κ’ ήμουν όλη τη μέρα λυπημένος, ναι, απαρηγόρητος
γιατί ούτε κι εφέτος μπόρεσα να πάω στο Λυβικό
στου Λέντα τη θαλάσσια σπηλιά που έχει δάπεδο νερό και θόλο πέτρινο.
Τα κύματα σαρώνουνε το φως, δίχτυ χρυσό, το μπάζουν μες από την πόρτα της
σπηλιάς το ρίχνουν ξεσχισμένο στα τοιχώματα.
Κι εσύ κοιτάζεις στα τοιχώματα ψηλά τις κληματόβεργες, ώ λάθος, ήθελα να πω
τις λικνιζόμενες εκεί ρίζες του Ήλιου. 
Τ’ άγρια περιστέρια που σκιαχτήκαν φτερουγίζουν κυκλικά ή γράφουν σχήματα,
μέχρι που πάνε και καθίζουνε κι αυτά να λικνιστούν εκεί να λικνιστούν
στα φωτοκλώναρα.
Κάποιο τους πέφτει μα και πάλι επιστρέφει.
Κι ο Στεφανάκης έξω εκεί πάνω στο βράχο καθισμένος
ρίχνει το αγκίστρι του να πιάσει λέει σπαρταριστές εμπνεύσεις για να φάει ο ποιητής.
Κι ο Ανδρουλάκης κατεβαίνει απ’ το κρεββάτι του
που είν’ εκεί ψηλά μέσα στα δέντρα, στ’ αρμυρίκια.
Φτάνει μπροστά μου με μια κάμερα και λέει: 
«Στάσου εδώ μπροστά στη θάλασσα και απάγγειλε Σεφέρη.
Κι εγώ το βράδυ επίτηδες θα σύρω τη συζήτηση ως τις δυο τη νύχτα κι ως τις τρεις
ώστε να δούμε στο σκοτάδι καθαρό τον αστροπόταμο...».
Κι ένας το βράδυ στο συμπόσιο θέλησε να πει για το ουράνιο και το γήινο:
«Τ’ είναι ουράνιο και τι γήινο;» ρωτήσαν τον Σοφό της Αγροικίας.
«Ουράνιο» είπ’ ο Τσου 
«είν’ ένα άλογο χωρίς το χαλινάρι.
Γήινο είναι τ’ άλογο που έχει χαλινάρι».
«Ναι βέβαια» συμπλήρωσε ο Ντανάκας, «αλλά όταν
το χαλινάρι έχει χάντρες και φουντίτσες, κουδουνάκια, χαϊμαλιά,
εύκολα το ουράνιο προτιμά να γίνει γήινο».
Κι όλοι γελάσαμε μ’ αυτό που είπ’ ο φίλος μας
με γέλιο τόσο δυνατό που έφτασε ψηλά, πολύ ψηλά
στα Όρη τ’ Αστερούσια εκεί που ο Ψαράκης
νυχτοβοσκά και χαίρεται την αστρομοναξιά του.
«Ναι ξαναφώναξα» στον κόρακα, «ο Ήλιος ζει και ζει και ζει.
Αφότου ο Ελύτης τους το ζήτησε
το λένε τα τζιτζίκια όλα μαζί».
(Α τα τζιτζίκια οι μάκαρες αυτοί
που αγνοούν τους νιφετούς, τους όμβρους, τους χειμώνες.
Που ζούνε και πεθαίνουν με τη γνώση πως ο κόσμος 
άλλο δεν είναι παρά μόνο καλοκαίρι).

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2016

ΝΕΝΑ ΜΠΟΥΡΑ - ΣΑΜΨΩΝ(=ΜΙΚΡΟΣ ΗΛΙΟΣ)

Η Βιβλιοθήκη Σπάρτου  μας ''ταξιδεύει''  με τα αντίδωρα της Ψυχής των Δημιουργών της Αιτωλοακαρνανίας.

Η ΝΕΝΑ ΜΠΟΥΡΑ
από την Αμφιλοχία
παρουσιάζει το Ποίημα της

ΣΑΜΨΩΝ (= ΜΙΚΡΟΣ ΗΛΙΟΣ)

Καλοκαιρινή μου αγάπη
και χειμωνιάτικη μου λαχτάρα,
αντάρα της ψυχής μου, του λογισμού μου παίδεμα.

Χρυσοκίτρινο στεφάνι
στα σκούρα μαλλιά μου ο έρωτας σου
από φύλλα φθινοπωρινής γιορτής.

Βροχοστολίδα της ανάσας μου
προσμένω να μεταλάβω την πνοή σου.

Ήσουν εσύ που ξαγρύπνησα
στο σκοτεινό μου μαξιλάρι.
Ήσουν εσύ ο προορισμός, εσύ και το ταξίδι μου.

Ξεπλύθηκα μες της λίμνης τα θολά σου νερά.
Τόσο θολά και όμως ξεπλύθηκα.
Χαρίζοντας ως άλλος Σαμψών την δύναμη
της νιότης μου
κι εσύ ίδιος μικρός ήλιος
στην αέναη πια Άνοιξη.

Ω στολίδι της ύπαρξης μου,
χάρισέ μου τη φωτεινότητα σου
να φωτίζω ολάκερη από έρωτα για σένα.

Άπλωσε το χέρι σου να σε κρατήσω.
Μη τρομάζεις το άγγιγμα μου,
δεν θα στερηθείς  τίποτα πια.

Ακούμπησε το χέρι σου στη μισή καρδιά μου.
Μισή αφού την άλλη μισή την πήρες μαζί σου
κι αυτή η επαναπομείνουσα χτυπάει στους συλλαβισμούς
του ονόματος σου.


Ευχαριστούμε την Νένα Μπούρα για την συμμετοχή της στον
1ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης

της Βιβλιοθήκης Σπάρτου.

Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2016

ΝΙΚΟΣ ΜΑΚΡΗΣ (ΖΗΝΩΝ ΚΑΙ ΧΡΥΣΑ)

Συνεχίζεται το Αφιέρωμα στους Αιτωλοακαρνάνες Ποιητές
από την Βιβλιοθήκη Σπάρτου
με τον
 ΝΙΚΟ ΜΑΚΡΗ
(Καθηγητής Φιλοσοφίας - Συγγραφέας)
από τον Αστακό Αιτωλοακαρνανίας.

Απόσπασμα από την Τραγωδία του
ΖΗΝΩΝ ΚΑΙ ΧΡΥΣΑ (Το τσαντίρι της Οργής και της Ελπίδας), 

Θεωρός:
Περνούσε η ώρα, κάλπαζε το μεσονύχτιο
κάποιοι θαμώνες χασμουριόντουσαν
κι ανέμεναν κάτι καλό πριν φύγουν,
μα μουδιασμένοι απ’ του οίνου την κατάνυξη
αφήνονταν στις διοράσεις της στιγμής.
Ω, της στιγμής που φάνταζε αιωνιότητα,
που ‘τρεπε σε φυγή τις μέριμνες του βίου
τα τόσα άπονα αγκάθια των στιγμών.
Αυτές οι άληπτες στιγμές ενώνουν τους ανθρώπους,
αιώνιες, ειρηνικές, πάνσεπτες θυγατέρες
μιας κάποιας θείας απαρχής
στου κόσμου μας την θλίψη
των δεσμωτών αυτής της γης
που κυνηγούν απάτες
τα εύθραυστα τα είδωλα του κοσμικού εγώ
με τη σισύφεια αντοχή, τη λέμε ματαιότη
και που ολοσυντρίβεται στων παθών τον αχό.
Ο Ζήνωνάς μας ο καλός ένιωθε δεσμευμένος,
ήταν κι αυτός απ’ τους πολλούς του κόσμου μας δεσμώτες
μα τα δεσμά του ήτανε πολύ πιο χαλαρά,
το διακύβευμα έφθανε ακρώρειες της ζωής.
Πώς θα συντρίψει τα δεσμά –ελευθερίας κόμβους
αυτός  ο άγνωστος θνητός που ήταν γνωστικός;
Σιγούσε κι άκουε απαλά τους λόγους των τυχαίων,
η ειμαρμένη η θεϊκή των στωικών ο λόγος
του ‘δινε ανάσα μυστική έξω από πολώσεις
των φρούδων αναβλέψεων σε δουλείας ζυγό.

                                                *
Θυμόταν μόνος  με πολλούς
στον ξένιο τον τόπο
που η Πρόνοια τον οδήγησε
μετά τον παιδεμό
της ζωής τα παθήματα,
χαμόγελα και βλέψεις
βυθοσκοπούσε ήρεμα
ατένιζε το βάθος
που οι δεσμώτες έψαυαν
χωρίς να καταθραύουν.

Ζήνων:
Ειρηνική τη λέγαμε κάποτε στις αυλές μας
τη θραύση των ειδώλων μας που δίνει τη φροσύνη
με της απάθειας την ορμή που έξοδο προσφέρει
απ’ τα φρικτά φαντάσματα –ψευδαισθήσεων τέκνα.
Δε μπόρεσα να το διαβώ το μέγιστο το όριο,
έγκλειτος είμαι όπως σεις όλοι καλοί μου φίλοι
στη μέγιστη τη φυλακή που λέμε εγκοσμιότη.
Το λέγαμε πολλές φορές στους δρόμους, στη Στοά
δεν έγινε η αρετή να υπηρετεί τα πάθη,
για όλα περιστρέφονται στης αρετής το θρόνο.
Τι είναι όμως η αρετή αν όχι η απόχη
που ελευθερώνει απ’ τα δεσμά, το βούρκο της αγνοίας,
η έξοδος απ’ τη ζωή, αυτή τη ματαιότη;

Θαμώνας:
Δε μας τα λες τόσο καλά αγαπημένε ξένε.
Αν σβήσουμε τα πάθη μας και τις φιλοδοξίες
ολοδιαλυθήκαμε στης νέκρωσης τους κόσμους
χωρίς τα επαγγέλματα, το μέτριο το δόλο
που μας γλυκαίνει υπόκωφα όταν παρανομούμε.
Πέθανε η πολιτική, οι τέχνες, το εμπόριο
και τα γλυκά τα βλέμματα κοριτσιών που θωρούν,
έρωτας και πατρότητα, μητρότητα και τέκνα.

                                                *
Η πλέρια γνησιότητα ειν’ άρνηση του ανθρώπου,
τα μέτρια τα πάθη μας, αυτά της κάθε μέρας
μας δίνουνε παρηγοριά, λύπες, χαρές, ελπίδες
και οι θύελλες που ολοξεσπούν, παρά τα θύματά τους,
κτίζουν με τα ερείπια τη νέα μας ζωή.

Σερβιτόρα:
Πρέπει να τον γνωρίσετε τον ξένο από κοντά,
το φως το υπερκόσμιο και η καθάρια όψη
αυτού και του συντρόφου του, των σιδηροδεμένων
έδειχνε όσο πιο καλά τι είν’ ελευθερία
κι ας δούλευαν πολύ καλά οι άθλιες χειροπέδες.

Θεωρός:
Σιώπησαν όλοι τους
κι έσκυψαν στα ποτήρια τους τα άδεια.
Σκέπτονταν μουδιασμένοι και συγκεντρωμένοι
για το κρασί το βραδινό εκείνης της φοράς
άσματα δεν προκάλεσε, αυθόρμητες εκρήξεις.
Η σιωπή τους ήτανε ιερά μαγνητισμένη
κάποια ανάλαφρη σκιά στην πόρτα της καρδιάς τους
χτυπούσε διακριτικά κι κείνοι προσδοκούσαν…
Ο ξένος μας σηκώθηκε, έγνεψε καληνύχτα
καθώς στην πόρτα πρόβαλλε γνωστή τους σιλουέτα.
Έτοιμος ήταν για να φύγει
χωρίς να ξέρει πού θα κοιμηθεί
σαν τους αλήτες στις γωνιές
των απόμερων δρομίσκων,
σαν τους clochards τους έρημους
σε μοναχές αυλές
σπιτιών που ερειπώθηκαν
από τη δυστυχία
όπως κι από το θάνατο
σε τούτη τη ζωή.
Δε μεριμνούσε ο άνθρωπος
της μοίρας μας καμάρι
να φάει, να πιει, να κοιμηθεί,
ήταν κοσμοπολίτης,
νεώτερος κατάφερνε
να εκτελεί αγγαρείες
να βρίσκει αναλώσιμα
που κάλυπταν τη μέρα
και η ειμαρμένη η καλή
με αρετή αντάμα
και με την τιμιότητα
του πρόσφεραν μ’ευγένεια
πάντα λιτή διατροφή,
τον άρτο της ημέρας.
Ο νους του ήταν μακριά
σ’ άλλες καθάριες χώρες
σαν έγγιστη εγγύτητα
ανθρώπινων ψυχών
κι αν δίδασκε αγνότητα,
φρόνηση και απάθεια,
ο λογισμός δραπέτευε
στο λόγο του παντός
στο λόγο που ο φίλος του
ο Εφέσιος ο λαμπρός
τον έβρισκε εξόριστο
απ’ ανθρώπων τις στέγες
και τον σιγοαντάμωνε
στον κόσμο των παιδιών.

                             *
Ω έρημε του κόσμου μας  αλήτη
που ανασταίνεις του Εμπεδοκλή την αλητεία
είσαι και συ ένας φυγάς θεόθεν[1],
πού θα ‘βρεις ώ καλέ το καταφύγιο
των μόνων, των αληθινών βλαστών
στου κόσμου τ’ αγριόδενδρα
με τους πικρούς καρπούς;

                             *
Ω αμέριμνε, παιδί βαθιάς μερίμνης
οδηγημένε σ’ άλλους κόσμους
με σιγηλό το μεγαλείο της σοφίας
και της μεγάλης κόρης της τής Αποχής
απέχεις όντως από τις χαρές του βίου
κι είναι αυτό ο πλούτος ο μοναδικός
για κάποια άλλη μακαρία χαρμονή
πέρα από τη χαρά, τον εφησυχασμό
και την ευδαιμονία
δίνει ζωή αλλοτινή στην παρουσία…

Ταβερνιάρης:
Καλώς την Πόλα την καλή
έλα καλό κορίτσι
να ζήσεις με τον έρωτα
που τόσο σε λικνίζει.

Θεωρός:
Η κόρη ολοζώντανη
βαθιά ζωγραφισμένη
με χρώματα ανάλαμπρα
που κινούν τις αισθήσεις
στον αγοραίο έρωτα,
στα σκληρά καλντερίμια
για να σκορπίζουν άστοργα
την πικρόχαρη γεύση
στιγμιαίας απόλαυσης
χωρίς αγάπης δώρο.
Ήταν γλυκό αντιφέγγισμα
Πάνδημης Αφροδίτης
χωρίς καλλωπιστήρια
καλλωπισμού χυδαίου
κείνων εκεί των γυναικών
που συχνάζουν σε οίκους
ευφρόσυνης λαμπρότητας
μ’ ερωτιδείς κι εικόνες
που δίνουν ψευτοδύναμη
σ’ ευπρέπειας κυρίους,
σε σύντροφους παροδικούς
κοριτσιών της οργής
με υποκρούσεις μαγικές,
φωνές με ηδυπάθεια
σ’ εύσχημους οίκους καθαρούς
γενναίας αμοιβής.
Η κόρη κείνης της βραδιάς
ανάδινε το χρώμα
έκπτωτης εκδιδόμενης
με λαϊκούς πελάτες
κι είχε τα μάτια βαθουλά
πονεμένα τα χείλη
και οι μπογιές που κάλυπταν
παρειές και βλεφαρίδες
ήταν φθαρμένες, έκθετες
στον πόνο της ημέρας.

Σερβιτόρα:
Έλα καλή μου, έλειψες κάποιες βραδιές
και μεις νομίζαμε πως άλλαξες συνήθειες.

Θεωρός:
Κάθισε η κόρη στο τραπέζι με νωχέλεια
και κείνος όρθιος γύρισε για να δει,
να εξετάσει της στιγμής την έκπληξη.

Πόλα:
Σας ξέρω! Σας αναγνωρίζω ω καλέ!
Ήμουν και γω αιχμάλωτη κει στο ψυχρό
εκεί κάτω, στης φυλακής τα σίδερα,
ενώ από επάνω, στο παλάτι της χλιδής
μεγάλο ήταν το γιορτάσι επισήμων,
ήχοι και βαλς και χαριεντισμοί
που μας κορόιδευαν εμάς τους παρακάτω,
της ζήσης τα παράσιτα μας λένε
αυτοί οι άρχοντες και οι κυράδες οι τερπνές,
οι αρχόντισσες, οι μαρκησίες, οι Κυρίες
με κάπα κεφαλαίο φυσικά,
με τα λοφία-στέμματα και τις περιβολές.
Ήμουν και γω εκεί, πλανιόμουν
στα κράσπεδα της ζήσης και της χαρμονής.
Πιο κάτω πήγαινα με τους πελάτες μου παρέα
εγώ η περιφερόμενη, η αλήτισσα, η μοιραία…
Ήμουν στο διπλανό το δεσμωτήριο
κι όταν με διώξαν, ναι, για πολλοστή φορά,
απ’ το πραγματικό χαμαιτυπείο
είχατε ελευθερωθεί, η πόρτα ήταν ανοιχτή.
Δε θα ξεράσω τις κατάρες τις γνωστές,
ήταν κι αυτό μια κάποια λύση στη ζωή μου
ο σεβασμός μου είν’ πολύς απέναντί σας Κύριε…
…κι οι πόρνες σέβονται, αναγνωρίζουν, εκτιμούν.

Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2016

ΣΑΛΤΟΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ (ΜΕΓΙΣΤΙΑΣ Ο ΑΚΑΡΝΑΝ)

Η Βιβλιοθήκη Σπάρτου συνεχίζοντας το Αφιέρωμα στους Ποιητές της Αιτωλοακαρνανίας
σας Παρουσιάζει τη γραφή του ΣΑΛΤΟΓΙΑΝΝΗ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ
από τις Φυτείες Ξηρομέρου, με το Ποίημα 
'' ΜΕΓΙΣΤΙΑΣ Ο ΑΚΑΡΝΑΝ''.

Ευχαριστούμε τον Ποιητή για την συμμετοχή του 
στον 1ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης,
που διοργάνωσε η Βιβλιοθήκη Σπάρτου.

ΜΕΓΙΣΤΙΑΣ Ο ΑΚΑΡΝΑΝ

Στα ανατολικά της επικράτειας του βασιλιά Φυτεία.
Σφύζει από ζωή και πλούτο μια πετρώδης πολιτεία.
Αμπέλια θέριεψαν πρέπει να τα κλαδέψουν,
να φτιάξουν είδωλα τις πέτρες να λαξέψουν
και της Αρτέμιδος τον ναό να τον στολίσουν
και ένα μεγάλο μόσχο να δωρίσουν,
στο Μεγιστία δέηση να κάνουν και για τον πόλεμο
σωστό χρησμό να πάρουν.
Να δουν αλήθεια αν υπάρχει σωτηρία 
και πιο το μέλλον στην Ακαρνανία.
Μπροστά στον μάντη πάνε το σφαχτάρι
να το διαβάσει απόφαση να πάρει.
Άσχημα τα σημάδια στο κορμί του,
κακός οιωνός η γλιστερή υφή του
και ο μάντης τα καλά σημάδια ψάχνει 
στην μυρωδιά της κάπνας από αγριελιά και δάφνη.
Θάνατο μυρίζει δεν δειλιάζει 
και για τις Θερμοπύλες πλώρη βάζει.
Την προφητεία προσπαθεί να ξεγελάσει,
πολεμάει και ας ξέρει πως θα χάσει.

Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2016

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΝΑΚΑΣ ( ΜΙΑ ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ)

Το αφιέρωμα στους Αιτωλοακαρνάνες Ποιητές συνεχίζει 
η  ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΣΠΑΡΤΟΥ 

με τον ΑΘΑΝΑΣΙΟ ΝΑΚΑ από την Αμφιλοχία.

Το Ποίημα που θα αναρτήσουμε  είναι επιλογή της εθελοντικής ομάδας της Βιβλιοθήκης,
 από τα 5 (πέντε), με τα οποία ο Ποιητής συμμετείχε στον 
1ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης 
της Βιβλιοθήκης Σπάρτου.

ΜΙΑ ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ

Μια συντροφιά στο ουράνιο τέλμα της ελπίδας.
Κάποιος δάκρυσε, λίγος πόνος
και η ροή του χρόνου συνεχίστηκε.
Τα όπλα βυθίστηκαν στο νερό,
αγίασμα που θεράπευε μόνο.
Τα μάτια, τα χέρια, οι φωνές,
τι πιο επίσημο εμβατήριο.
Τι πιο απροστάτευτο,
από τον άνεμο που ξεσήκωνε τα κύματα.
Συντροφιά αθώων,
σαν σύννεφα κι ομίχλη,
παραδίδεται με ορμή στην απόσταση της θάλασσας.
Δεν γράφτηκε ποτέ η ιστορία αυτή,
ούτε καν άρχισε και τελείωσε.
Είναι μόνο ένας παφλασμός,
ένας ήχος διαφορετικός,
νύχτας ή μέρας, δακρύων ή γέλιου.
Γοερή συντροφιά 
το μέλλον του κόσμου,
όσο η καμπάνα - η παράκληση
που ράγισε πριν ο ήχος της 
θυσιάσει τον κόσμο.

Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2016

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΟΥΣΟΣ (ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ )

Η Βιβλιοθήκη Σπάρτου συνεχίζει το Αφιέρωμα στους Ποιητές της Αιτωλοακαρνανίας
με τον 

ΚΩΣΤΑ ΚΑΡΟΥΣΟ
( πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών)


Ο Κώστας Καρούσος 
γεννήθηκε στον Αστακό και ζει στο Καματερό Αττικής.

Το ποίημα 
ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ
είναι επιλεγμένο από το Βιβλίο του 
 ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΣΥΛΛΟΓΕΣ 

Τα μάτια σου -- ρίγος από γιασεμί και φως !!
γεμάτα καλοσύνη, με σβώλους από στάρι !!
φτερό του κότσυφα κι΄όλο το ρίγος της μέντας !!
η πρωταρχική σπιρτάδα του ήλιου !!
Τα μάτια σου -- ένας κήπος διαυγής δοξαριά !!
ξανθή σπορά-βαθύ άροτρο-λευκή πέτρα !!
διάφανος - ηχογράφος - των αισθήσεων !!
καταιγίδα της φύσης - κρυμμένη κάτω απ΄το δέρμα !!
Τα μάτια σου -- η ανείπωτη ώρα !!
ταπεινή αναρρίχηση - στα υπερώα του νου !!
ταπεινή ακρόαση - των υπερήχων του μέλλοντος !!
ταπεινή ενδοσκόπηση - στην υπέρφλογη σκέψη !!
ταπεινή αναγνώριση - της υπέργηρης γης !!
Τα μάτια σου -- κάτωχροι πίνακες των πόλεων !!
κορυφώνουν την αυγή-στης ψυχής το μεσούρανο !!
ιριδίζουν τους πόθους της γης !!
Στα μάτια σου -- τρέμουλο διαχρονικό
η α ξ ι ο π ρ έ π ε ι α τ ω ν π ο λ λ ώ ν  !!!

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *