Η Βιβλιοθήκη Σπάρτου Παρουσιάζει στην σημερινή της ανάρτηση
ένα διήγημα της ""Σπαρτιώτισσας''
ΡΕΑΣ ΚΑΛΟΓΕΡΟΓΙΑΝΝΗ
που γεννήθηκε στην Αμφιλοχία και κατοικεί στην Χαλκιδική.
Η
ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ
Πετάχτηκε
από το κρεβάτι τρομαγμένος, σαν να τον ξύπνησε ο ίδιος ο διάβολος. Το κορμί του
πονούσε, ιδρωμένος μέχρι το κόκκαλο σε ένα παγωμένο δωμάτιο κάπου στα βόρεια
της Αλάσκας.
Ήταν
ακόμη σούρουπο, ούτε που θυμόταν πως βρέθηκε στο κρεβάτι,...γυμνός. Τα χνώτα
του μύριζαν ακόμη ουίσκι, ίσως αυτό ήταν και ο λόγος που δεν θυμόταν τίποτα.
Φόρεσε
τη φόρμα του και αφού πρώτα έριξε μπόλικο νερό στο πρόσωπό του κατέβηκε γενναία
την σκάλα αψηφώντας τη παγωνία και την απίστευτη θολούρα των ματιών του.
Έξω
το χιόνι είχε σκεπάσει τα πάντα, η αλήθεια ήταν πως δεν θυμόταν καν αν την
προηγούμενη ημέρα ο καιρός ήταν το ίδιο χάλια. Έριξε μια τελευταία ματιά έξω
από το τζάμι και κατευθύνθηκε προς την καφετιέρα. Η ώρα ήταν προχωρημένη και
στο σπίτι επικρατούσε μια περίεργη ησυχία κάτι που δεν ήταν λογικό για εκείνη
εκεί την οικογένεια...αλήθεια,είχε οικογένεια. Τα κορίτσια του θα έπρεπε να
ήταν εκεί, αλήθεια, τέτοια ώρα εκείνες τριγυρνούσαν μέσα στο σπίτι και
θορυβούσαν με τα κινητά και τις διαφωνίες μεταξύ τους. Η Κάρυ δυστυχώς, τους είχε αφήσει χρόνια
τώρα, την άγγιξε εκείνη η αρρώστια που τρώει πολύ κόσμο και κατάφερε να την
πάρει μακριά τους.
“Μάντισον!
Τζίλ!” άρχισε να καλεί τα κορίτσια του.
“Μάντυ!”συνέχισε
να φωνάζει, μα καμιά ανταπόκριση.
Παράτησε
τη κούπα με το καφέ στο πάγκο και κατευθύνθηκε πρός τη σκάλα. Την ανέβηκε με
νεύρο, δεν ήξερε γιατί μα ένιωθε αναστατωμένος. Άφησε τους καλούς του τρόπους
στην άκρη, και άνοιξε με μανία την πόρτα του υπνοδωματίου των κοριτσιών, άδειο
το δωμάτιο...
΄Αγγιξε
με τα δυο του χέρια το πρόσωπό του και έτριψε βιαστικά τα μάτια του, η εικόνα
παρέμενε η ίδια...άδεια κρεβάτια, παγωμένο τοπίο. Τα παπλώματα των κοριτσιών
έμοιαζαν ανέγγιχτα και η κουρτίνα στο παράθυρο ανέμιζε σαν σημαία. Έτρεξε και
κοίταξε έξω, κανείς άδειος ο χιονισμένος κήπος τους. Τα κορίτσια έλειπαν από
κάθε δωμάτιο ή χώρο του σπιτιού, έψαξε ακόμη και στο υπόγειο, κανένα ίχνος
τους, τίποτα...
“Κυριε
Μάθιου, πότε αντιληφθήκατε πως οι κόρες σας εξαφανίστηκαν;” η ψηλόλιγνη
πράκτορας κρατούσε ένα μικρό μπλοκάκι και τον βομβάρδιζε με ένα σωρό ερωτήσεις
λίγες ώρες μετά.
“Μα
σας είπα, το απόγευμα, λίγο μετά τις...” έκανε να κοιτάξει το ρολόι του, μα
εκείνο έλειπε, ούτε που το είχε προσέξει νωρίτερα.
“Δεν
ξέρω, δεν έχει σημασία!” Ανέβασε τον τόνο της φωνής του.
“Μα
γιατί είστε ακόμη εδώ, θα έπρεπε να ψάχνατε για εκείνες!” ούρλιαξε σχεδόν,
χάνοντας πια την υπομονή του.
“Σας
παρακαλώ...”εκείνη σηκώθηκε και ψιθύρισε κάτι στο συνάδελφό της.
Άνοιξε
η πόρτα και στο σπίτι εισέβαλε ένας ακόμη άνδρας. Έμοιαζε φιλικός μα ο φάκελος
που κρατούσε πρόδιδε πως μάλλον ήταν
ένας ακόμη πράκτορας που θα συνέχιζε τις ίδιες ερωτήσεις ξανά.
“Είναι
κανείς δικός σας έξω; στο δάσος;Οι κόρες μου αγνοούνται κι έσεις με ρωτάτε
πράγματα που έχουν τελειώσει έδω και καιρό” ο Κέρτ αναρωτιόταν αλήθεια τι σχέση
είχε ο θάνατος της γυναίκας του και το αν εκείνος έπινε καμιά φορά τα βράδια,
οι ερωτήσεις τους ήταν απλά χάσιμο χρόνου, τα κορίτσια του τον είχαν ανάγκη.
“Κύριε
Μάθιου...είναι σημαντικό να επικεντρωθείτε στις ερωήσεις που θα σας κάνω, πιστέψτε
με το ασυνείδητο συγκρατεί εικόνες και καταστάσεις που ίσως βοηθήσουν στην
έρευνά μας. Δεν το γνωρίζετε μα ίσως από εσάς τον ίδιο αποσπάσουμε την αλήθεια,
τι πραγματικά συνέβει στα κορίτσια σας, ο μόνος που μπορεί να βοηθήσει σε αυτό
είστε εσείς, ο μάρτυρας, ο άνθρωπος που πιθανόν να είδε τελευταία φορά αυτά τα
παιδιά...”
Ο
Κέρτ ηρέμησε, ο πράκτορας έμοιαζε να του λέει την αλήθεια, αποφάσισε να
αποβάλλει όσο μπορούσε την ανησυχία από πάνω του και να επικεντρωθεί στις
ερωτήσεις του που όπως όλα έδειχναν ήταν η πιθανότερη λύση του προβλήματος.
“Ονομάζεστε
Κέρτ Μάθιου....” η συζήτηση που ακολούθησε συνεχίστηκε ομαλά, το σαλόνι ήταν
άδειο, ήταν οι δυό τους εκεί, ο Κέρτ και ο πράκτορας.
“Η
εικόνα που είχατε λίγο πρίν σας πάρει ο ύπνος...η μυρωδία του καμμένου ξύλου
στο τζάκι και η ενδεχομένως απαλή μουσική που ακούγατε...”
“Μπάχ
άκουγα...”η φωνή του αλλαγμένη, πιο ήπια, ήρεμη και σταθερή δίχως ίχνος
ανησυχίας με ήρεμες κοφτές κουβέντες, ο πράκτορας επιβεβαίωσε ακούγοντάς τον
όλα όσα είχε την υποψία από πρίν.
“Ας
ξεκινήσουμε από την αρχή...ονομάζεσαι...”
“Σον...Αυτό
είναι το όνομά μου δόκτορα, αλήθεια τέτοιος δεν είσαι, πράκτορας;”ειρωνεύτηκε
εκείνος.
“Δε
νομίζω να σου κάνει κόπο να μου βρείς ένα τσιγάρο, η συζήτησή μας θα πάρει ώρες
όπως φαντάζομαι...”χαμογέλασε σατανικά μπροστά του. Ο συνομιλητής του, ήξερε,
είχε αντιμετωπίσει πολλούς σαν και δαύτον.
“Ωραία
λοιπόν...”έβγαλε ένα μισογεμάτο πακέτο από την τσέπη του, και του το πρόσφερε.
“Είναι
όλο δικό σου...”του είπε και εκείνος το άρπαξε σαν ύαινα.
“Σον
είπαμε...Σον, γιατί τις σκότωσες;”τον ρώτησε.
Εκείνος
ούτε που δείλιασε, απολάμβανε το άναμμα του πρώτο του τσιγάρο ως Σον.
“Δόκτοράκο,
ήρθε η ώρα να μιλήσω, δε θα σου κάνω τη χάρη να μπω σε λεπτομέρειες, είναι
πολλές, μα το άξιζαν αυτό που έπαθαν εκείνες οι αχάριστες.”ρούφηξε μέχρι το
κόκκαλο εκείνη την πρώτη τζούρα του τσιγάρου και συνέχισε.
“Για
να μην τα πολυλογώ, πήραν το μάθημά τους, τις έδειρα μέχρι θανάτου μα φρόντισα
να τις θάψω βαθειά μέσα στο δάσος δεν ήθελα να τις ξεθάψει καμιά αρκούδα και να
σκορπίσει τα κομμάτια τους εδώ κι εκεί...” το πρόσωπό του είχε μια λάμψη, όλη η
κούραση και η αγωνία του κύριου Μάθιου είχε εξαφανιστεί, μαζί με εκείνον και
εκείνα.
“Θα
σηκωθούμε μαζί και εσύ Σον θα με οδηγήσεις στο σημείο που έθαψες εκείνες...”
“Δε
μ'άκουσες Δόκτορα, δε θα σε πάω πουθενά!”απάντησε εκείνος φανερά ενοχλημένος.
“Θα
μου πεις τουλάχιστον το γιατί; Γιατί τις σκότωσες Σον΄”
“Γιατί
αγαπούσαν και φρόντιζαν εκείνον!”απάντησε δίχως καμιά καθυστέρηση.
“Εκείνον;”
“Εκείνον
τον άχρηστο που αποκαλούσαν πατέρα, εκείνον τον δειλό που ποτέ δε νοιάστηκε για
εκείνες, εκείνον τον αλκολικό που όλη μέρα χανόταν στη μέθη και τον εαυτό του.
Για αυτό τις σκότωσα, προσπάθησα να τις συνετίσω να τις δέιξω το πόσο καλά θα
είμασταν μαζί οι τρείς μας, μα εκείνες αδυνατούσαν να καταλάβουν, με
έδιωχναν...για αυτό τις σκότωσα δοκτοράκο τις σκύλες....για αυτό...”τις σκότωσα''
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου