Η Βιβλιοθήκη Σπάρτου παρουσιάζει στην σημερινή της ανάρτηση ένα διήγημα του
ΠΑΝΟΥ ΚΟΝΤΟΣΤΕΡΓΙΟΥ
από την Αιτωλοακαρνανία,
μια γραφή λιτή και απέριττη που ΄΄ταξιδεύει΄΄ τον αναγνώστη σε κόσμους Ψυχής.
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ
''Ο Γιώργης είχε πιάσει μόνο τα πενήντα, όταν μια μέρα έμαθε πως έχει καρκίνο. Ο ένας του γιος ήταν φαντάρος, και η κόρη του είχε παντρευτεί μακριά απ'το χωριό. Ο ίδιος ζούσε στην άκρη του χωριού με την γυναίκα του, και το σπίτι του είχε εικόνα τα βουνά. Δεν υπήρχαν άλλα σπίτια γειτονικά γύρω του, όμως περνούσε από εμπρός του ένας χαλικόδρομος που οδηγούσε τους τσοπαναρέους στα βοσκοτόπια τους.
Όταν η ασθένειά του είχε κάπως καταλαγιάσει για κάποιο διάστημα, είχε βρει μια αγαπημένη μεριά να κάθεται απ'το πρωί ως το βράδυ. Λίγο πιο πέρα απ'το σπίτι του υπήρχε ένας βράχος μεγάλος, που κανείς θα σκέφτονταν πως είχε σκαλιστεί απ'τους αιώνες σαν αναπαυτική πολυθρόνα. Γύρω απ'το βράχο υπήρχαν μικροί αγκαθωτοί θάμνοι σε μεγάλο μήκος απόστασης απ'το δρομάκι, που τον κάναν απλησίαστο από κάθε περαστικό.
Ο Γιώργης είχε φτιάξει με τις πατημασιές του ένα στενό πέρασμα από κει, και γνώριζε με τα βήματα πια από που θα πατήσει για να φτάσει.
'Ύστερα ξάπλωνε, ξεκουράζονταν με τις ώρες κι αγνάντευε από κοντά του ως και τα πιο απόμακρα σημεία του ορίζοντα. Όσες φορές έτυχε να περάσω από εκείνο το σημείο τον χαιρετούσα σηκώνοντας το χέρι ψηλά με νόημα πως διαβαίνω για το βουνό. Δεν φώναζε, δεν είχε φωνή, μα με μια αδύναμη κίνηση σήκωνε ελαφρά το καπέλο μπροστά απ'το μέτωπό του.
Σκέφτηκα αρκετές φορές να πλησιάσω να του κάνω παρέα, να του μιλήσω, όπως κι άλλοι χωριανοί, μα ήταν επιλογή του, να ζει μοναχικά κι απόμακρα απ'τους ανθρώπους.
Δεν του άρεσαν οι πολλές κουβέντες, μα με ένα νόημα των χεριών ή έκφρασης του χλωμού προσώπου του, καταλάβαινα αρκετά. Γνώριζε τον χρόνο, μου έδινε την εντύπωση, που του απομένει, και πάνω στον βράχο πίστευα πως είχε αναπτύξει μια βαθιά φιλοσοφία για την ζωή.
Μπορούσε κι αποσπούσε τους πόνους του, με την όραση, και την ακοή. Απορροφούσε εικόνες και ήχους μέχρι και την τελευταία του ανάσα.
Διψούσε να βλέπει τα βουνά, τα ζωντανά, τους κάμπους και την θάλασσα. Λαχταρούσε ν'ακούει τ'αηδόνια, και τον άνεμο που θορυβούσε ανάμεσα από τ'αγριόχορτα σαν καθησυχαστικό σφύριγμα.
Είχε μάθει τι ήθελε να πορευτεί για όσο του απέμεινε κομμάτι ζωής.
Ήθελε να χαρεί τις ομορφιές του τόπου του.
Να φύγει περήφανος, κι όπως επιθυμούσε.
Τελευταία φορά που τον είδα ήταν πάνω στον βράχο.
Τον χαιρέτησα, μα δεν σήκωσε το καπέλο, παρά μου έδειξε την μεγάλη βελανιδιά που είχε στοιχειώσει και ξεχώριζε στην άκρη του χωριού. Ύστερα έσφιξε το ένα χέρι γροθιά, για νόημα.
Μου ευχήθηκε χωρίς λόγια, χωρίς φωνή, να είμαι δυνατός σαν εκείνη, και να πάρω τα χρόνια της.
Πέρασαν δύσκολοι καιροί από τότε, και καμιά φορά που περνάω απ'το βράχο, κοντοστέκομαι και κοιτάω με θαυμασμό.
Οι αγκαθωτοί θάμνοι έχουν υψώσει απάνω του, μα η κορφή του ξεχωρίζει σαν πρόσωπο με ανήσυχη όψη ανθρώπου να κοιτάει ψηλά στον ουρανό για ν'ανασάνει.
Κι όσο τ'αγκάθια θεριεύουν ολόγυρά του, άλλο τόσο λαχταράει να ζήσει.
Και πάντα εκεί, σαν ποτέ να μην χάθηκε.
Με κρυμμένες ανάσες θαρρώ υπάρχει ακόμα, πίσω απ'του ανέμου εκείνο το φιλήσυχο σφύριγμα.
Με κάθε εκτίμηση κι αγάπη για την ζωή, παντοτινά, αιώνια.''
ΠΑΝΟΥ ΚΟΝΤΟΣΤΕΡΓΙΟΥ
από την Αιτωλοακαρνανία,
μια γραφή λιτή και απέριττη που ΄΄ταξιδεύει΄΄ τον αναγνώστη σε κόσμους Ψυχής.
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ
''Ο Γιώργης είχε πιάσει μόνο τα πενήντα, όταν μια μέρα έμαθε πως έχει καρκίνο. Ο ένας του γιος ήταν φαντάρος, και η κόρη του είχε παντρευτεί μακριά απ'το χωριό. Ο ίδιος ζούσε στην άκρη του χωριού με την γυναίκα του, και το σπίτι του είχε εικόνα τα βουνά. Δεν υπήρχαν άλλα σπίτια γειτονικά γύρω του, όμως περνούσε από εμπρός του ένας χαλικόδρομος που οδηγούσε τους τσοπαναρέους στα βοσκοτόπια τους.
Όταν η ασθένειά του είχε κάπως καταλαγιάσει για κάποιο διάστημα, είχε βρει μια αγαπημένη μεριά να κάθεται απ'το πρωί ως το βράδυ. Λίγο πιο πέρα απ'το σπίτι του υπήρχε ένας βράχος μεγάλος, που κανείς θα σκέφτονταν πως είχε σκαλιστεί απ'τους αιώνες σαν αναπαυτική πολυθρόνα. Γύρω απ'το βράχο υπήρχαν μικροί αγκαθωτοί θάμνοι σε μεγάλο μήκος απόστασης απ'το δρομάκι, που τον κάναν απλησίαστο από κάθε περαστικό.
Ο Γιώργης είχε φτιάξει με τις πατημασιές του ένα στενό πέρασμα από κει, και γνώριζε με τα βήματα πια από που θα πατήσει για να φτάσει.
'Ύστερα ξάπλωνε, ξεκουράζονταν με τις ώρες κι αγνάντευε από κοντά του ως και τα πιο απόμακρα σημεία του ορίζοντα. Όσες φορές έτυχε να περάσω από εκείνο το σημείο τον χαιρετούσα σηκώνοντας το χέρι ψηλά με νόημα πως διαβαίνω για το βουνό. Δεν φώναζε, δεν είχε φωνή, μα με μια αδύναμη κίνηση σήκωνε ελαφρά το καπέλο μπροστά απ'το μέτωπό του.
Σκέφτηκα αρκετές φορές να πλησιάσω να του κάνω παρέα, να του μιλήσω, όπως κι άλλοι χωριανοί, μα ήταν επιλογή του, να ζει μοναχικά κι απόμακρα απ'τους ανθρώπους.
Δεν του άρεσαν οι πολλές κουβέντες, μα με ένα νόημα των χεριών ή έκφρασης του χλωμού προσώπου του, καταλάβαινα αρκετά. Γνώριζε τον χρόνο, μου έδινε την εντύπωση, που του απομένει, και πάνω στον βράχο πίστευα πως είχε αναπτύξει μια βαθιά φιλοσοφία για την ζωή.
Μπορούσε κι αποσπούσε τους πόνους του, με την όραση, και την ακοή. Απορροφούσε εικόνες και ήχους μέχρι και την τελευταία του ανάσα.
Διψούσε να βλέπει τα βουνά, τα ζωντανά, τους κάμπους και την θάλασσα. Λαχταρούσε ν'ακούει τ'αηδόνια, και τον άνεμο που θορυβούσε ανάμεσα από τ'αγριόχορτα σαν καθησυχαστικό σφύριγμα.
Είχε μάθει τι ήθελε να πορευτεί για όσο του απέμεινε κομμάτι ζωής.
Ήθελε να χαρεί τις ομορφιές του τόπου του.
Να φύγει περήφανος, κι όπως επιθυμούσε.
Τελευταία φορά που τον είδα ήταν πάνω στον βράχο.
Τον χαιρέτησα, μα δεν σήκωσε το καπέλο, παρά μου έδειξε την μεγάλη βελανιδιά που είχε στοιχειώσει και ξεχώριζε στην άκρη του χωριού. Ύστερα έσφιξε το ένα χέρι γροθιά, για νόημα.
Μου ευχήθηκε χωρίς λόγια, χωρίς φωνή, να είμαι δυνατός σαν εκείνη, και να πάρω τα χρόνια της.
Πέρασαν δύσκολοι καιροί από τότε, και καμιά φορά που περνάω απ'το βράχο, κοντοστέκομαι και κοιτάω με θαυμασμό.
Οι αγκαθωτοί θάμνοι έχουν υψώσει απάνω του, μα η κορφή του ξεχωρίζει σαν πρόσωπο με ανήσυχη όψη ανθρώπου να κοιτάει ψηλά στον ουρανό για ν'ανασάνει.
Κι όσο τ'αγκάθια θεριεύουν ολόγυρά του, άλλο τόσο λαχταράει να ζήσει.
Και πάντα εκεί, σαν ποτέ να μην χάθηκε.
Με κρυμμένες ανάσες θαρρώ υπάρχει ακόμα, πίσω απ'του ανέμου εκείνο το φιλήσυχο σφύριγμα.
Με κάθε εκτίμηση κι αγάπη για την ζωή, παντοτινά, αιώνια.''
Ουσιαστική, μεστή γραφή ..!!!..εξαιρετικό
ΑπάντησηΔιαγραφήΞεχωρίζουν πάντα τα γραπτά του Πάνου,
ΑπάντησηΔιαγραφήΑνθρώπινα συγκινητικά κι αληθινά μας μεταφέρει στα απλά καθημερινά φιλοσοφημένα της γης που ζει και δεν επιδιώκει να ξεχωρίσει αλλά να μας βάλει συνοδοιπόρους και ομοτράπεζους να μας φιλέψει ζεστό ψωμί και τυρί κι ένα κομμάτι απ την ψυχή του
Τρυφερο και ανθρωπινο μα δεν ξαφνιαζομαι .οτι δικο του εχω διαβασει στη ψυχη μου μπαινει
ΑπάντησηΔιαγραφήΔυνατή πένα αγαπημένος φίλος :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπο τότε που τον ανακάλυψα, δεν έχω χάσει κείμενο του!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤόσο αυθεντικός ...κι είναι αυτό που μας λείπει
Μας συγκινεί πάντα ....τρυφερός και ανθρώπινος .Μιλάει στις καρδιές ...!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠάντα με συγκινεί....
ΑπάντησηΔιαγραφή