Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2016

ΓΙΑΝΝΗΣ ΥΦΑΝΤΗΣ (ΑΙΩΝΙΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ)

Η Βιβλιοθήκη Σπάρτου συνεχίζει το Αφιέρωμα στους Ποιητές -τριες
της Αιτωλοακαρνανίας
με τον 
ΓΙΑΝΝΗ ΥΦΑΝΤΗ
από το Αγρίνιο.
Το Ποίημα 
''Αιώνιο καλοκαίρι'',
είναι από την Ποιητική συλλογή του
ΚΑΤΩ ΑΠ' ΤΟ ΕΙΚΟΝΙΣΜΑ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ 
(Μάσκες του Τίποτε)

ΑΙΩΝΙΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Ο Ήλιος πίσω απ’ το μεγάλο κυπαρίσσι 
είναι μια σάρκα λαμπερή κομματιασμένη, στάζει αίματα. Κι ο κόρακας;
Έφτασε ταραγμένος να ρωτήσει μήπως άγριοι θεοί
έχουν κατασπαράξει τον Απόλλωνα.
(Πάντα ο κόρακας εκεί, κοντά στον Ήλιο,
μήπως και φάει ένα κομμάτι από τη σάρκα του 
και αποχτήσει χρώματα λαμπρά όπως ο κόκκορας).
«Όχι του λέω, όχι, ο Μάντης ζει.
Κοίταξε μες στο τζάμι της ψευδαίσθησης εδώ στο παραθύρι μου αν αντέχεις και θα δεις 
που μέγα μάτι πολυάχτιδο κοιτά να φανερώσει, 
να ερμηνεύσει ήθελα να πω
τον αιωνίως ανερμήνευτο χρησμό του Κόσμου.
Κοίταξε μακρινά και κοντινά, και περασμένα, και μελλούμενα.
Νάτος ο φίλος μου που έχει τη μικρή του κόρη άρρωστη.
«Σαν κούρητας» μου λέει «φέρνω γύρω της χτυπώντας το κοντάρι πάνω στην ασπίδα
μου να διώξω μακριά τον πυρετό».
Κ’ ήμουν όλη τη μέρα λυπημένος, ναι, απαρηγόρητος
γιατί ούτε κι εφέτος μπόρεσα να πάω στο Λυβικό
στου Λέντα τη θαλάσσια σπηλιά που έχει δάπεδο νερό και θόλο πέτρινο.
Τα κύματα σαρώνουνε το φως, δίχτυ χρυσό, το μπάζουν μες από την πόρτα της
σπηλιάς το ρίχνουν ξεσχισμένο στα τοιχώματα.
Κι εσύ κοιτάζεις στα τοιχώματα ψηλά τις κληματόβεργες, ώ λάθος, ήθελα να πω
τις λικνιζόμενες εκεί ρίζες του Ήλιου. 
Τ’ άγρια περιστέρια που σκιαχτήκαν φτερουγίζουν κυκλικά ή γράφουν σχήματα,
μέχρι που πάνε και καθίζουνε κι αυτά να λικνιστούν εκεί να λικνιστούν
στα φωτοκλώναρα.
Κάποιο τους πέφτει μα και πάλι επιστρέφει.
Κι ο Στεφανάκης έξω εκεί πάνω στο βράχο καθισμένος
ρίχνει το αγκίστρι του να πιάσει λέει σπαρταριστές εμπνεύσεις για να φάει ο ποιητής.
Κι ο Ανδρουλάκης κατεβαίνει απ’ το κρεββάτι του
που είν’ εκεί ψηλά μέσα στα δέντρα, στ’ αρμυρίκια.
Φτάνει μπροστά μου με μια κάμερα και λέει: 
«Στάσου εδώ μπροστά στη θάλασσα και απάγγειλε Σεφέρη.
Κι εγώ το βράδυ επίτηδες θα σύρω τη συζήτηση ως τις δυο τη νύχτα κι ως τις τρεις
ώστε να δούμε στο σκοτάδι καθαρό τον αστροπόταμο...».
Κι ένας το βράδυ στο συμπόσιο θέλησε να πει για το ουράνιο και το γήινο:
«Τ’ είναι ουράνιο και τι γήινο;» ρωτήσαν τον Σοφό της Αγροικίας.
«Ουράνιο» είπ’ ο Τσου 
«είν’ ένα άλογο χωρίς το χαλινάρι.
Γήινο είναι τ’ άλογο που έχει χαλινάρι».
«Ναι βέβαια» συμπλήρωσε ο Ντανάκας, «αλλά όταν
το χαλινάρι έχει χάντρες και φουντίτσες, κουδουνάκια, χαϊμαλιά,
εύκολα το ουράνιο προτιμά να γίνει γήινο».
Κι όλοι γελάσαμε μ’ αυτό που είπ’ ο φίλος μας
με γέλιο τόσο δυνατό που έφτασε ψηλά, πολύ ψηλά
στα Όρη τ’ Αστερούσια εκεί που ο Ψαράκης
νυχτοβοσκά και χαίρεται την αστρομοναξιά του.
«Ναι ξαναφώναξα» στον κόρακα, «ο Ήλιος ζει και ζει και ζει.
Αφότου ο Ελύτης τους το ζήτησε
το λένε τα τζιτζίκια όλα μαζί».
(Α τα τζιτζίκια οι μάκαρες αυτοί
που αγνοούν τους νιφετούς, τους όμβρους, τους χειμώνες.
Που ζούνε και πεθαίνουν με τη γνώση πως ο κόσμος 
άλλο δεν είναι παρά μόνο καλοκαίρι).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *