Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2016

ΝΙΚΟΣ ΜΑΚΡΗΣ (ΖΗΝΩΝ ΚΑΙ ΧΡΥΣΑ)

Συνεχίζεται το Αφιέρωμα στους Αιτωλοακαρνάνες Ποιητές
από την Βιβλιοθήκη Σπάρτου
με τον
 ΝΙΚΟ ΜΑΚΡΗ
(Καθηγητής Φιλοσοφίας - Συγγραφέας)
από τον Αστακό Αιτωλοακαρνανίας.

Απόσπασμα από την Τραγωδία του
ΖΗΝΩΝ ΚΑΙ ΧΡΥΣΑ (Το τσαντίρι της Οργής και της Ελπίδας), 

Θεωρός:
Περνούσε η ώρα, κάλπαζε το μεσονύχτιο
κάποιοι θαμώνες χασμουριόντουσαν
κι ανέμεναν κάτι καλό πριν φύγουν,
μα μουδιασμένοι απ’ του οίνου την κατάνυξη
αφήνονταν στις διοράσεις της στιγμής.
Ω, της στιγμής που φάνταζε αιωνιότητα,
που ‘τρεπε σε φυγή τις μέριμνες του βίου
τα τόσα άπονα αγκάθια των στιγμών.
Αυτές οι άληπτες στιγμές ενώνουν τους ανθρώπους,
αιώνιες, ειρηνικές, πάνσεπτες θυγατέρες
μιας κάποιας θείας απαρχής
στου κόσμου μας την θλίψη
των δεσμωτών αυτής της γης
που κυνηγούν απάτες
τα εύθραυστα τα είδωλα του κοσμικού εγώ
με τη σισύφεια αντοχή, τη λέμε ματαιότη
και που ολοσυντρίβεται στων παθών τον αχό.
Ο Ζήνωνάς μας ο καλός ένιωθε δεσμευμένος,
ήταν κι αυτός απ’ τους πολλούς του κόσμου μας δεσμώτες
μα τα δεσμά του ήτανε πολύ πιο χαλαρά,
το διακύβευμα έφθανε ακρώρειες της ζωής.
Πώς θα συντρίψει τα δεσμά –ελευθερίας κόμβους
αυτός  ο άγνωστος θνητός που ήταν γνωστικός;
Σιγούσε κι άκουε απαλά τους λόγους των τυχαίων,
η ειμαρμένη η θεϊκή των στωικών ο λόγος
του ‘δινε ανάσα μυστική έξω από πολώσεις
των φρούδων αναβλέψεων σε δουλείας ζυγό.

                                                *
Θυμόταν μόνος  με πολλούς
στον ξένιο τον τόπο
που η Πρόνοια τον οδήγησε
μετά τον παιδεμό
της ζωής τα παθήματα,
χαμόγελα και βλέψεις
βυθοσκοπούσε ήρεμα
ατένιζε το βάθος
που οι δεσμώτες έψαυαν
χωρίς να καταθραύουν.

Ζήνων:
Ειρηνική τη λέγαμε κάποτε στις αυλές μας
τη θραύση των ειδώλων μας που δίνει τη φροσύνη
με της απάθειας την ορμή που έξοδο προσφέρει
απ’ τα φρικτά φαντάσματα –ψευδαισθήσεων τέκνα.
Δε μπόρεσα να το διαβώ το μέγιστο το όριο,
έγκλειτος είμαι όπως σεις όλοι καλοί μου φίλοι
στη μέγιστη τη φυλακή που λέμε εγκοσμιότη.
Το λέγαμε πολλές φορές στους δρόμους, στη Στοά
δεν έγινε η αρετή να υπηρετεί τα πάθη,
για όλα περιστρέφονται στης αρετής το θρόνο.
Τι είναι όμως η αρετή αν όχι η απόχη
που ελευθερώνει απ’ τα δεσμά, το βούρκο της αγνοίας,
η έξοδος απ’ τη ζωή, αυτή τη ματαιότη;

Θαμώνας:
Δε μας τα λες τόσο καλά αγαπημένε ξένε.
Αν σβήσουμε τα πάθη μας και τις φιλοδοξίες
ολοδιαλυθήκαμε στης νέκρωσης τους κόσμους
χωρίς τα επαγγέλματα, το μέτριο το δόλο
που μας γλυκαίνει υπόκωφα όταν παρανομούμε.
Πέθανε η πολιτική, οι τέχνες, το εμπόριο
και τα γλυκά τα βλέμματα κοριτσιών που θωρούν,
έρωτας και πατρότητα, μητρότητα και τέκνα.

                                                *
Η πλέρια γνησιότητα ειν’ άρνηση του ανθρώπου,
τα μέτρια τα πάθη μας, αυτά της κάθε μέρας
μας δίνουνε παρηγοριά, λύπες, χαρές, ελπίδες
και οι θύελλες που ολοξεσπούν, παρά τα θύματά τους,
κτίζουν με τα ερείπια τη νέα μας ζωή.

Σερβιτόρα:
Πρέπει να τον γνωρίσετε τον ξένο από κοντά,
το φως το υπερκόσμιο και η καθάρια όψη
αυτού και του συντρόφου του, των σιδηροδεμένων
έδειχνε όσο πιο καλά τι είν’ ελευθερία
κι ας δούλευαν πολύ καλά οι άθλιες χειροπέδες.

Θεωρός:
Σιώπησαν όλοι τους
κι έσκυψαν στα ποτήρια τους τα άδεια.
Σκέπτονταν μουδιασμένοι και συγκεντρωμένοι
για το κρασί το βραδινό εκείνης της φοράς
άσματα δεν προκάλεσε, αυθόρμητες εκρήξεις.
Η σιωπή τους ήτανε ιερά μαγνητισμένη
κάποια ανάλαφρη σκιά στην πόρτα της καρδιάς τους
χτυπούσε διακριτικά κι κείνοι προσδοκούσαν…
Ο ξένος μας σηκώθηκε, έγνεψε καληνύχτα
καθώς στην πόρτα πρόβαλλε γνωστή τους σιλουέτα.
Έτοιμος ήταν για να φύγει
χωρίς να ξέρει πού θα κοιμηθεί
σαν τους αλήτες στις γωνιές
των απόμερων δρομίσκων,
σαν τους clochards τους έρημους
σε μοναχές αυλές
σπιτιών που ερειπώθηκαν
από τη δυστυχία
όπως κι από το θάνατο
σε τούτη τη ζωή.
Δε μεριμνούσε ο άνθρωπος
της μοίρας μας καμάρι
να φάει, να πιει, να κοιμηθεί,
ήταν κοσμοπολίτης,
νεώτερος κατάφερνε
να εκτελεί αγγαρείες
να βρίσκει αναλώσιμα
που κάλυπταν τη μέρα
και η ειμαρμένη η καλή
με αρετή αντάμα
και με την τιμιότητα
του πρόσφεραν μ’ευγένεια
πάντα λιτή διατροφή,
τον άρτο της ημέρας.
Ο νους του ήταν μακριά
σ’ άλλες καθάριες χώρες
σαν έγγιστη εγγύτητα
ανθρώπινων ψυχών
κι αν δίδασκε αγνότητα,
φρόνηση και απάθεια,
ο λογισμός δραπέτευε
στο λόγο του παντός
στο λόγο που ο φίλος του
ο Εφέσιος ο λαμπρός
τον έβρισκε εξόριστο
απ’ ανθρώπων τις στέγες
και τον σιγοαντάμωνε
στον κόσμο των παιδιών.

                             *
Ω έρημε του κόσμου μας  αλήτη
που ανασταίνεις του Εμπεδοκλή την αλητεία
είσαι και συ ένας φυγάς θεόθεν[1],
πού θα ‘βρεις ώ καλέ το καταφύγιο
των μόνων, των αληθινών βλαστών
στου κόσμου τ’ αγριόδενδρα
με τους πικρούς καρπούς;

                             *
Ω αμέριμνε, παιδί βαθιάς μερίμνης
οδηγημένε σ’ άλλους κόσμους
με σιγηλό το μεγαλείο της σοφίας
και της μεγάλης κόρης της τής Αποχής
απέχεις όντως από τις χαρές του βίου
κι είναι αυτό ο πλούτος ο μοναδικός
για κάποια άλλη μακαρία χαρμονή
πέρα από τη χαρά, τον εφησυχασμό
και την ευδαιμονία
δίνει ζωή αλλοτινή στην παρουσία…

Ταβερνιάρης:
Καλώς την Πόλα την καλή
έλα καλό κορίτσι
να ζήσεις με τον έρωτα
που τόσο σε λικνίζει.

Θεωρός:
Η κόρη ολοζώντανη
βαθιά ζωγραφισμένη
με χρώματα ανάλαμπρα
που κινούν τις αισθήσεις
στον αγοραίο έρωτα,
στα σκληρά καλντερίμια
για να σκορπίζουν άστοργα
την πικρόχαρη γεύση
στιγμιαίας απόλαυσης
χωρίς αγάπης δώρο.
Ήταν γλυκό αντιφέγγισμα
Πάνδημης Αφροδίτης
χωρίς καλλωπιστήρια
καλλωπισμού χυδαίου
κείνων εκεί των γυναικών
που συχνάζουν σε οίκους
ευφρόσυνης λαμπρότητας
μ’ ερωτιδείς κι εικόνες
που δίνουν ψευτοδύναμη
σ’ ευπρέπειας κυρίους,
σε σύντροφους παροδικούς
κοριτσιών της οργής
με υποκρούσεις μαγικές,
φωνές με ηδυπάθεια
σ’ εύσχημους οίκους καθαρούς
γενναίας αμοιβής.
Η κόρη κείνης της βραδιάς
ανάδινε το χρώμα
έκπτωτης εκδιδόμενης
με λαϊκούς πελάτες
κι είχε τα μάτια βαθουλά
πονεμένα τα χείλη
και οι μπογιές που κάλυπταν
παρειές και βλεφαρίδες
ήταν φθαρμένες, έκθετες
στον πόνο της ημέρας.

Σερβιτόρα:
Έλα καλή μου, έλειψες κάποιες βραδιές
και μεις νομίζαμε πως άλλαξες συνήθειες.

Θεωρός:
Κάθισε η κόρη στο τραπέζι με νωχέλεια
και κείνος όρθιος γύρισε για να δει,
να εξετάσει της στιγμής την έκπληξη.

Πόλα:
Σας ξέρω! Σας αναγνωρίζω ω καλέ!
Ήμουν και γω αιχμάλωτη κει στο ψυχρό
εκεί κάτω, στης φυλακής τα σίδερα,
ενώ από επάνω, στο παλάτι της χλιδής
μεγάλο ήταν το γιορτάσι επισήμων,
ήχοι και βαλς και χαριεντισμοί
που μας κορόιδευαν εμάς τους παρακάτω,
της ζήσης τα παράσιτα μας λένε
αυτοί οι άρχοντες και οι κυράδες οι τερπνές,
οι αρχόντισσες, οι μαρκησίες, οι Κυρίες
με κάπα κεφαλαίο φυσικά,
με τα λοφία-στέμματα και τις περιβολές.
Ήμουν και γω εκεί, πλανιόμουν
στα κράσπεδα της ζήσης και της χαρμονής.
Πιο κάτω πήγαινα με τους πελάτες μου παρέα
εγώ η περιφερόμενη, η αλήτισσα, η μοιραία…
Ήμουν στο διπλανό το δεσμωτήριο
κι όταν με διώξαν, ναι, για πολλοστή φορά,
απ’ το πραγματικό χαμαιτυπείο
είχατε ελευθερωθεί, η πόρτα ήταν ανοιχτή.
Δε θα ξεράσω τις κατάρες τις γνωστές,
ήταν κι αυτό μια κάποια λύση στη ζωή μου
ο σεβασμός μου είν’ πολύς απέναντί σας Κύριε…
…κι οι πόρνες σέβονται, αναγνωρίζουν, εκτιμούν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *