Συνεχίζοντας τις αναρτήσεις σχετικά με τα ποιήματα των διακριθέντων στο 2ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης , που διοργάνωσε η Βιβλιοθήκη Σπάρτου ανταμώνουμε
την Μαρία Α. Μίτλεττον.
2ο ΒΡΑΒΕΙΟ
ΜΑΡΙΑ Α. ΜΙΤΛΕΤΤΟΝ
(ΑΣΕΛΩΠΑ)
ΠΑΦΟΣ - ΚΥΠΡΟΣ
ΑΣΕΛΩΠΑ
Επιμένω να με λες με το βαφτιστικό μου όνομα.
Ειδικά εκείνες τις πρώτες
ορθρινές ώρες,
που με θωρείς να τρέχω
με τις τσέπες γυρισμένες ανάποδα,
άστρα και βότσαλα να κυλάνε
στο χώμα.
Μόνο αν με φωνάξεις με τ' αληθινό μου όνομα,
θα γυρίσω.
Ασελώπα είπε ο παπάς.
Και τ' όνομα αυτής Ασελώπα.
Απέναντι ένας καθρέφτης
έδειχνε τ'όνομα μου
απ' την ανάστροφη.
Και τον έσπασαν.
Ασελώπα σου συστήθηκα.
Με ρώτησες την ετυμολογία.
Άλφα στερητικό και σέλας, είπα.
Και ζω σε μια παράγκα.
Χωρίς ηλεκτρικό.
Χωρίς αποτυπώματα.
Χωρίς εξάρσεις.
Ασελώπα σου συστήθηκα.
Επέμενες να βάζεις τον τόνο στη λήγουσα
και να είναι οξεία.
Επέμενες να βάζεις τον πόνο στη λήγουσα
και να είναι οξύς.
Όπως τότε, στην εποχή του Χαλκού,
που είχαμε πρωτοσυναντηθεί
με τις Σειρήνες και την Ναυσικά
στ' ακροθαλάσσι.
Ασελώπα θα με λένε στο εξής
οι σώφρονες.
Μα οι σαλεμένοι θα ξέρουν
πως ακόμα πιστεύω στη Θάλασσα,
που τραβά από τους κόλπους της τα πολύχρωμα ψάρια
με τα γέρικα χέρια της.
Ύστερα ξεπλένει τα αίματα
και τ' απλώνει στον ήλιο
να στεγνώσουν.
Ασελώπα θα με λένε οι γνωστικοί.
Μα οι παράφρονες θα ξέρουν
πως ακόμα πιστεύω στις βάρκες.
Τις απόστρατες βάρκες
με τα στυφά αισχύλεια ονόματα,
που κλαίνε κάθε ημέραν το αλάτι στα χώματα,
έτσι που να κυματωθεί και να τις ξαναρπάξει.
την Μαρία Α. Μίτλεττον.
2ο ΒΡΑΒΕΙΟ
ΜΑΡΙΑ Α. ΜΙΤΛΕΤΤΟΝ
(ΑΣΕΛΩΠΑ)
ΠΑΦΟΣ - ΚΥΠΡΟΣ
ΑΣΕΛΩΠΑ
Επιμένω να με λες με το βαφτιστικό μου όνομα.
Ειδικά εκείνες τις πρώτες
ορθρινές ώρες,
που με θωρείς να τρέχω
με τις τσέπες γυρισμένες ανάποδα,
άστρα και βότσαλα να κυλάνε
στο χώμα.
Μόνο αν με φωνάξεις με τ' αληθινό μου όνομα,
θα γυρίσω.
Ασελώπα είπε ο παπάς.
Και τ' όνομα αυτής Ασελώπα.
Απέναντι ένας καθρέφτης
έδειχνε τ'όνομα μου
απ' την ανάστροφη.
Και τον έσπασαν.
Ασελώπα σου συστήθηκα.
Με ρώτησες την ετυμολογία.
Άλφα στερητικό και σέλας, είπα.
Και ζω σε μια παράγκα.
Χωρίς ηλεκτρικό.
Χωρίς αποτυπώματα.
Χωρίς εξάρσεις.
Ασελώπα σου συστήθηκα.
Επέμενες να βάζεις τον τόνο στη λήγουσα
και να είναι οξεία.
Επέμενες να βάζεις τον πόνο στη λήγουσα
και να είναι οξύς.
Όπως τότε, στην εποχή του Χαλκού,
που είχαμε πρωτοσυναντηθεί
με τις Σειρήνες και την Ναυσικά
στ' ακροθαλάσσι.
Ασελώπα θα με λένε στο εξής
οι σώφρονες.
Μα οι σαλεμένοι θα ξέρουν
πως ακόμα πιστεύω στη Θάλασσα,
που τραβά από τους κόλπους της τα πολύχρωμα ψάρια
με τα γέρικα χέρια της.
Ύστερα ξεπλένει τα αίματα
και τ' απλώνει στον ήλιο
να στεγνώσουν.
Ασελώπα θα με λένε οι γνωστικοί.
Μα οι παράφρονες θα ξέρουν
πως ακόμα πιστεύω στις βάρκες.
Τις απόστρατες βάρκες
με τα στυφά αισχύλεια ονόματα,
που κλαίνε κάθε ημέραν το αλάτι στα χώματα,
έτσι που να κυματωθεί και να τις ξαναρπάξει.
Γλυκιά τρυφερότητα που αγκαλιάζει την απώλεια, χωρίς να λυπηθεί τον πόνο ή τις στιγμές, βυθίζοντας τις λέξεις σε μια ταπεινή δύναμη που τις μεταμορφώνει... Πόσο πλατιά με ταξίδεψες, Ασελώπα...
ΑπάντησηΔιαγραφήΠάρα μα πάρα πολύ ωραίο!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή